Home » ΠΕΣΟΝΤΕΣ » Η μάχη του Αγίου Γεωργίου Κερύνειας

Η μάχη του Αγίου Γεωργίου Κερύνειας


(Ειδικό αφιέρωμα στον πεσόντα ήρωα Ανδρέα Πογιατζή από τη Βατυλή)

Κείμενο: Του δημοσιογράφου Γιώργου Κωνσταντίνου Σταύρου

Ο Ανδρέας Πογιατζής ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αντώνη και της Χρυστάλλας Πογιατζή. Λέμε πρωτότοκος γιατί την εποχή εκείνη εθεωρείτο “ευνοϊκή τύχη” για τους γονείς ν’ αποκτήσουν γιο. Το πρώτο ήταν γιατί δεν είχαν την έγνοια της προίκας και το δεύτερο γιατί αποκτούσαν τον διάδοχο που θα αναλάμβανε τα ηνία της οικογένειας. Έτσι και οι δυο γονείς τού είχαν ιδιαίτερη αδυναμία.

Γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1956, γιορτή της Παναγίας (Εισόδια της Θεοτόκου) και ήταν το 4ο από τα 6 παιδιά της οικογένειας Πογιατζή. Προηγήθηκαν η Μαρία, η Φούλλα και η Παναγιώτα και τον Ανδρέα ακολούθησαν η Νίκη και ο Γιώργος.

Την τότε εποχή, της δεκαετίας του ’60 και ’70, τα παιδιά ενηλικιώνονταν πολύ νωρίς. Μετά το Δημοτικό, είτε επέλεγαν το Γυμνάσιο είτε μια τέχνη, έπρεπε να έχουν τη συμβολή τους στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Άψογος χαρακτήρας

Ο Ανδρέας Πογιατζής επέλεξε την τέχνη του καλουψιή στις οικοδομές και όταν τον είδα την τελευταία φορά στο χωριό ήταν δυο μέρες πριν το πραξικόπημα.
Ήταν το Σάββατο 13 Ιουλίου 1974. Τον συνάντησα στον δρόμο έξω από το σπίτι του.

Πριν καταταγεί στον στρατό, τον Ιανουάριο του 1974, ήταν ολοκληρωμένος στην τέχνη του, αναλάμβανε εργολαβίες ως καλουψιής. Σαν άνθρωπος έχαιρε γενικής εκτίμησης για τον άψογο και πρόσχαρο χαρακτήρα του, την ευαισθησία, το πηγαίο χαμόγελο και την αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε. Οι κουβέντες, η συμπεριφορά, η όλη εικόνα του απέπνεαν σιγουριά και εμπιστοσύνη.
Είχε αθλητικό σώμα, ύψος 1.77, μια ξεχωριστή ανδρική χάρη, πράσινα μάτια, ήταν ένας νέος γεμάτος δίψα για ζωή.
Αν και μόνο 18 ετών τα προτερήματα του ήταν ευδιάκριτα. Ξεχώριζε για το ευρηματικό χιούμορ, που τον ανέβαζε σε μια πιο ψηλή βαθμίδα.
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με αρχές και αξίες. Ήταν πρότυπο εργατικότητας, ξεχείλιζε από καλοσύνη και αγάπη, είχε υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης, έντιμος και ειλικρινής, με ήθος και αξιοπρέπεια. Είχε αποφασιστικότητα και θάρρος, ήταν ήσυχος και πράος αλλά με τσαγανό, είχε την νεανική ορμητικότητα.

Μάλιστα είχε βρει και την καλή του. Μια λυγερή κοπελίτσα 16 περίπου ετών, την Βαλεντίνη Λουκά-Γερασίμου. Μάτια μαύρα εκφραστικά, ένα πρόσωπο που σε αιχμαλώτιζε με τα χαρακτηριστικά του, με ένα μελαψό γλυκύ χρώμα. Κι ένα ανάστημα που προκαλούσε θαυμασμό. Την αγάπησε ο Ανδρέας Πογιατζής, συναντήθηκαν οι δυο οικογένειες και είχαν δώσει “λόγο”, σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού.

Είχε καταταγεί στην Εθνική Φρουρά πολύ νωρίς, στις 20 Ιανουαρίου 1974, σε ηλικία 17 ετών και 2 μηνών, γιατί ήθελε να τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και απερίσπαστος πλέον να δημιουργήσει την οικογένεια του.

Μετά τη βασική εκπαίδευση στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων είχε επιλεγεί για τον 120 Λόχο Βαρέων Όπλων (ΛΒΟ) στη Λακατάμια. Τη Δευτέρα 8 Ιουλίου είχε πάρει άδεια ενός μηνός από τον στρατό για να τελέσει τους αρραβώνες του.

Πραξικόπημα – εισβολή

Δεν πέρασε παρά μόνο μια εβδομάδα και τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974 η Χούντα των Αθηνών του Δημήτριου Ιωαννίδη, με τη συμβολή της ΕΟΚΑ Β’, διενήργησε πραξικόπημα για να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Ο επικεφαλής ταξίαρχος Μιχαήλ Γιωργίτσης, διοικητής της 3ης Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης και ο δεύτερος τη τάξει των πραξικοπηματιών Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των Δυνάμεων Καταδρομών, χρησιμοποίησαν όλες σχεδόν τις Μονάδες της Εθνικής Φρουράς, με κύρια τμήματα κρούσης, τις Δυνάμεις Καταδρομών και των αρμάτων μάχης. Σ ’αυτή την εγκληματική και προδοτική ενέργεια οι πραξικοπηματίες ενέπλεξαν και δυνάμεις του 120 ΛΒΟ, στέλνοντας 4 στοιχεία ΠΑΟ 106 χιλιοστών στην επίθεση εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου και στη συνέχεια όταν καταδίωκαν τον Μακάριο στην Πάφο.

Δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, την Τετάρτη 17 Ιουλίου, ο Ανδρέας Πογιατζής κλήθηκε να διακόψει την άδεια και παρουσιάστηκε στην υπηρεσία του, στο στρατόπεδο του 120 ΛΒΟ στη Λακατάμια.

Τις μέρες που ακολούθησαν το πραξικόπημα, πλήθαιναν οι πληροφορίες πως επίκειται τουρκική εισβολή. Από την Τετάρτη κιόλας 17 Ιουλίου 1974, δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, οι κινήσεις των τούρκων ήταν κάτι περισσότερο από σαφείς για την προετοιμαζόμενη επέμβαση. Τουρκοκύπριοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μικτά χωριά μετακινήθηκαν στους τουρκικούς θύλακες, οι Υπηρεσίες Πληροφοριών ενημέρωσαν ότι παρατηρήθηκε συγκέντρωση αποβατικών δυνάμεων και σκαφών στο τουρκικό λιμάνι της Μερσίνας, ότι έγινε επιστράτευση στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, βελτίωσαν τις αμυντικές θέσεις και διπλασίασαν τις σκοπιές, εκκένωσαν το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ και μετακινήθηκαν στον θύλακα του Κιόνελι και πολλές άλλες προετοιμασίες.

Την Παρασκευή 19 Ιουλίου στις 11.30 το πρωί 33 τουρκικά αποβατικά σκάφη με την συνοδεία τεσσάρων αντιτορπιλικών και μιας φρεγάτας απέπλευσαν από την Μερσίνα με κατεύθυνση την Κύπρο, ενώ το απόγευμα της Παρασκευής δυο τουρκικά αεροπλάνα εκτέλεσαν αναγνωριστικές πτήσεις στις βόρειες ακτές της Κύπρου αρχίζοντας από τον Απόστολο Ανδρέα, περνώντας πάνω από την Κερύνεια και συνεχίζοντας προς τον Κορμακίτη.

Τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, μεταξύ τους και το Αγγλικό BBC, μετέδιδαν το βράδυ της Παρασκευής 19 Ιουλίου ότι στο τουρκικό λιμάνι της Μερσίνας τουρκικά στρατεύματα επιβιβάζονταν σε αποβατικά πλοία με προφανή προορισμό την Κύπρο.

Στις 11.30 μ.μ. της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Συνταγματάρχης Χρίστος Ορφανίδης μαζί με τον δεύτερο της ιεραρχίας της Μονάδας υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο μετέβησαν στο ΓΕΕΦ. Λόγω των πληροφοριών για επικείμενη τουρκική εισβολή ήθελαν να διευκρινίσουν κάποια σημαντικά θέματα όσον αφορά την παραλαβή βαρέως οπλισμού της Μονάδας, που ήταν αποθηκευμένος στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Επίσης θα ζητούσαν να μάθουν όσον αφορά τον χρόνο διασποράς της Μονάδας, αλλά και τη διάθεση τμημάτων του 120 ΛΒΟ σε άλλες Μονάδες στους χώρους τελικού προορισμού.

Στο ΓΕΕΦ είχαν μεταβεί και άλλοι διοικητές Μονάδων περιμένοντας ενημέρωση. Εκεί επικρατούσε μια απίστευτη ηρεμία, ιδιαίτερα στην αίθουσα επιχειρήσεων, όπου η δραστηριότητα ήταν πιο κάτω ακόμη κι από άσκηση.

Ένας από τους επιτελείς είπε πως δεν έπρεπε να γίνουν κινητοποιήσεις στρατιωτικών Μονάδων, γιατί «τούτο θα εσήμαινε πως υπάρχει στρατιωτική προπαρασκευή εναντίον των Τουρκοκυπρίων».

Εκεί ενημερώθηκαν πως το ραντάρ της Καντάρας εντόπισε τον τουρκικό στόλο 20 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα να κατευθύνεται προς την ανατολική ακτή της Κύπρου, βορείως της Αμμοχώστου και στη συνέχεια άλλαξε πορεία προς βορρά.

Ένα επιτελής του ΓΕΕΦ έδωσε την εξήγηση πως «η κίνηση είναι πανομοιότυπη με εκείνη του 67» και πως «ενεργούν προς άσκηση ψυχολογικής πίεσης για αποτροπή πιθανόν ενεργειών κατά των Τουρκοκυπρίων».

Και η τελική οδηγία του ΓΕΕΦ του Γιωργίτση και των υπόλοιπων πραξικοπηματιών προς τους αγωνιούντες διοικητές των Μονάδων ήταν:

– Κύριοι, πάτε για ύπνο, όπως έγραψε και στο βιβλίο του «Κύριοι, Πάτε για Ύπνο. Η τραγωδία της Κύπρου, όπως την έζησε ένας Λοχαγός της 31 Μοίρας Καταδρομών», ο αυτόπτης μάρτυρας Ελευθέριος Σταμάτης, Αντιστράτηγος ε.α. Επίτιμος Διοικητής της 1ης Στρατιάς.

Ο Διοικητής και ο υπολοχαγός του 120 ΛΒΟ επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους, έχοντας λάβει την καθησυχαστική οδηγία του ΓΕΕΦ “να πάνε για ύπνο”.

Διασπορά της μονάδας

Όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο ο διοικητής του 120 ΛΒΟ πραγματοποίησε συγκέντρωση όλων των αξιωματικών και τους έδωσε οδηγίες, αντίθετα με τις εντολές του ΓΕΕΦ, να εγερθούν όλοι οι στρατιώτες και να εφαρμοσθεί το σχέδιο συναγερμού και ετοιμότητας.

Γύρω στις 2.15 το πρωί όλοι οι οπλίτες ήσαν έτοιμοι. Στις 4.15 έγινε συγκέντρωση της Μονάδας και ο διοικητής του 120 ΛΒΟ διέταξε να κινηθεί η Μονάδα στον χώρο διασποράς. Ήταν ένας ελαιώνας δυτικά του στρατοπέδου που ήταν απέναντι από το Δημοτικό σχολείο τους Λακατάμειας.

Λαντ ρόβερ με ΠΑΟ 106 χιλιοστών, τζιπ με τηλεκατευθυνόμενα αντιαρματικά βλήματα, φορτηγά με όλμους των 4.2 ιντζών, διάφοροι εκτοξευτές και βαριά όπλα, φορτηγά γεμάτα πυρομαχικά, μαζί με όλους τους αξιωματικούς και οπλίτες έφταναν σε λίγα λεπτά στον μεγάλο ελαιώνα.

Στις 4.40 το πρωί ήταν όλοι εκεί. Τοποθέτησαν τα οχήματα και τα βαριά όπλα κάτω από τις ελιές και ασχολήθηκαν στη συνέχεια με την παραλλαγή και απόκρυψη, ώστε να μην είναι ορατοί από αέρος. Το στρατόπεδο έμεινε έρημο. Έμειναν μόνο οι απαραίτητοι διαβιβαστές.

Με το πρώτο φως της ημέρας το προφανές επιβεβαιώθηκε. Δυο τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από το στρατόπεδο με υπερηχητική ταχύτητα. Πολυβόλησαν τις αποθήκες πυρομαχικών και ακολούθως ένα αεροπλάνο έκανε βύθιση και έριξε μια βόμβα στις αποθήκες πυρομαχικών και όπλων. Ήταν φανερό πως οι Τούρκοι πιλότοι ήξεραν επακριβώς πού ήταν οι αποθήκες του 120 ΛΒΟ. Παρόμοιες επιδρομές και βομβαρδισμοί με βόμβες και ρουκέτες έγιναν την ίδια ώρα και σε άλλες αποθήκες πυρομαχικών στα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, στην Αθαλάσσα, στην ΕΛΔΥΚ, στην Κερύνεια, σε όλη την Κύπρο.

Οι διαβιβαστές που είχαν μείνει στο στρατόπεδο ενημέρωσαν τον διοικητή πως δεν υπήρξαν τραυματίες.

Άλλες Μονάδες που δεν κινήθηκαν στους χώρους διασποράς, βομβαρδίστηκαν από τα τουρκικά αεροπλάνα και αποδεκατίστηκαν μέσα στα στρατόπεδα τους. Μεταξύ τους και μια μοίρα πυροβολικού στην Κερύνεια, στο μέρος που έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος για την απόκρουση της τουρκικής εισβολής.

Στις 5.30 το πρωί άρχισε και η ρίψη αλεξιπτωτιστών μιας ολόκληρης τουρκικής ταξιαρχίας από μεταγωγικά αεροπλάνα στον θύλακα του Κιόνελι.

Ο διοικητής του 120 ΛΒΟ επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ΓΕΕΦ για να λάβει επιχειρησιακές οδηγίες. Ο διοικητής του ΓΕΕΦ είχε ανακληθεί λίγες μέρες νωρίτερα στην Αθήνα από την Χούντα. Κενό στην επικοινωνία με το ΓΕΕΦ, ανεξέλεγκτη η κατάσταση. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ το σχέδιο άμυνας της Κύπρου «Αφροδίτη», για μετάβαση των Μονάδων στις προκαθορισμένες θέσεις στις ακτές και στο εσωτερικό για απόκρουση τουρκικής εισβολής από τη θάλασσα και τον αέρα.

Αποστολή στην ΕΛΔΥΚ

Στις 9.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ ανέθεσε στον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο να μεταβεί στην ΕΛΔΥΚ μαζί με 10 έφεδρους στρατιώτες, που είχαν επιστρατευτεί λίγες ώρες νωρίτερα, μαζί με δυο φορτηγά και να πάρουν τον μισό οπλισμό του στρατοπέδου που φυλασσόταν εκεί, δηλαδή 16 ΠΑΟ των 106 χιλιοστών και τρεις όλμους 4.2″.

Φτάνοντας στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ αντίκρισαν «κρανίου τόπο». Το διοικητήριο καταστράφηκε, ενώ τα τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν και όλα τα κτήρια του στρατοπέδου, από τα οποία έβγαιναν μαύροι καπνοί.

Ο Διοικητής είχε και εδώ την προνοητικότητα να κάνει διασπορά των αξιωματικών και οπλιτών από τα χαράματα πριν αρχίσουν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί. Οι άνδρες ήταν τώρα σε ορύγματα και θέσεις μάχης στα γύρω υψώματα.

Το ευτύχημα ήταν πως η αποθήκη με τα ΠΑΟ και τους όλμους του 120 ΛΒΟ ήταν προς τη πλευρά του γειτονικού στρατοπέδου της ΤΟΥΡΔΥΚ και είχε γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς.

Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος αφού ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους της ΕΛΔΥΚ άρχισαν να φορτώνουν τα ΠΑΟ στα φορτηγά. Ήταν πολύ επίπονη εργασία, κι όμως έπρεπε να τα φορτώσει μόνη η ομάδα του 120 ΛΒΟ, γιατί κανένας από τους άντρες της ΕΛΔΥΚ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη θέση του.

Άρχισαν την εργασία μέσα σε ανήσυχη ηρεμία, όταν ύστερα από λίγο άρχισαν να πέφτουν βροχή οι όλμοι γύρω τους.

Έσπευσαν να καλυφθούν μέσα σε χαντάκια, ορύγματα, χαλάσματα, όπου βρήκαν.

Όταν σταμάτησαν για λίγο οι όλμοι, οι έφεδροι άρχισαν και πάλι δειλά-δειλά το φόρτωμα των ΠΑΟ. Καθώς φόρτωναν έπεφταν σποραδικά όλμοι και από μια έκρηξη τραυματίστηκε έναν έφεδρος, που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Από την έκρηξη εκείνη εκτινάχθηκε και ο υπολοχαγός που έπεσε αρκετά μέτρα πιο κάτω. Δεν κτυπήθηκε από θραύσμα και σε λίγο συνήλθε με ελαφρύ τραύμα στο κεφάλι.

Άρματα από τα νότια

Η συνέχεια τούς επιφύλαξε άλλο ένα απίστευτο επεισόδιο. Καθώς φόρτωναν τα βαρέα όπλα είδαν να έρχονται άρματα από τη νότια πλευρά του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.

Ο υπολοχαγός έδωσε οδηγίες να σταματήσουν τη φόρτωση και να λάβουν όλοι θέσεις μάχης. Τούς είπε πού θα καλυφθεί ο καθένας ακόμη και οι οδηγοί και έδωσε εντολές να πυροβολούν στις διόπτρες των αρμάτων. Η τελευταία διαταγή του ήταν να αρχίσουν να βάλλουν μόνο όταν τους καλέσει ν’ αρχίσουν “πυρ”.

Καθώς προχωρούσαν τα τανκς είδαν και πεζούς στρατιώτες να τα συνοδεύουν. Τα περίμεναν να πλησιάσουν ακόμη λίγο και μετά ν’ αρχίσουν τα πυρά. Οι έφεδροι ρώτησαν αν θα ήταν καλύτερα να βάλουν εναντίον των πεζών στρατιωτών.

Ο υπολοχαγός απάντησε αμέσως:
– Είναι δικά μας, μην πυροβολήσετε, είναι δικά μας…
Ευτυχώς δεν άνοιξαν πυρ. Τα άρματα μάχης ήταν ελληνικά Τ34 που κατευθύνθηκαν εκεί στα πλαίσια του σχεδίου για επίθεση εναντίον του θύλακα του Κιόνελι. Κι όμως κανένας δεν ενημέρωσε την ομάδα του 120 ΛΒΟ γι’ αυτή την άφιξη. Τόση ήταν η ασυνεννοησία… Επικεφαλής των αρμάτων ήταν ο υπίλαρχος Περικλής Καρανίκας.

Μετά από αυτή την ανέλπιστη εξέλιξη οι έφεδροι κατευθύνθηκαν και πάλι στην αποθήκη και συνέχισαν τη φόρτωση. Μετ’ εμποδίων και με διαλείμματα, λόγω των πυρών και των βλημάτων όλμων που έπεφταν κατά διαστήματα, κατάφεραν να φορτώσουν τα όπλα στις 12.30. Όταν ξεκίνησαν για τη Λακατάμια, άρχισαν και πάλι να πέφτουν βροχή τα βλήματα όλμων και πυκνά πυρά πολυβόλων.

Μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό τα δυο φορτηγά με τα όπλα και τους έφεδρους κατάφεραν να γλιστρήσουν προς την έξοδο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο που είχαν στρατοπεδεύσει. Έφτασαν εκεί στις 1.15 μ.μ.

Ο διοικητής του 120 ΛΒΟ περίμενε με αγωνία την άφιξη του υπολοχαγού και της ομάδας του και όταν τους είδε να έρχονται ανακουφίστηκε. Ενημερώθηκε για τα γεγονότα και πώς κατάφεραν να φορτώσουν και να μεταφέρουν τα 12 ΠΑΟ 106 χιλιοστών.

Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος δέχθηκε την περιποίηση των τραυμάτων του στο κεφάλι από ένα νοσοκόμο του στρατοπέδου και στη συνέχεια κλήθηκε και παρουσιάστηκε στον Διοικητή.

Aποστολή στην Κερύνεια

Ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Χρίστος Ορφανίδης ανέθεσε αποστολή στον υπολοχαγό Κ. Αργυρόπουλο να κινηθεί αμέσως προ την Κλεπίνη με οκτώ στοιχεία ΠΑΟ 106 χιλιοστών.
Η διαταγή ήταν να οδεύσει σε φάλαγγα μέσω της Λευκωσίας – Μιας Μηλιάς – Κυθρέας και μετά να κατευθυνθεί στην Κλεπίνη. Εκεί θα συναντήσει δικά μας στρατιωτικά τμήματα, τα οποία θα τον ενημέρωναν για τα περαιτέρω. Δηλαδή πώς να έρθει σε επαφή με τον συνταγματάρχη Στυλιανό Σ. Μιχόπουλο, Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας, να τεθεί υπό τις διαταγές του και να εκτελέσει αποστολές προς απόκρουση της τουρκικής εισβολής.
Εκτός από τα βασικά φορτία τα οκτώ λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ, εφοδιάστηκαν με 7 επιπλέον βλήματα το καθένα και τη φάλαγγα ακολουθούσε ένας εθελοντής, ο πολίτης οδηγός Λοίζος Σατανάς, 43 ετών τότε, με το φορτηγό του γεμάτο εφεδρικά βλήματα και πυρομαχικά.
Η διαταγή ήταν να ετοιμαστεί η αποστολή το ταχύτερο δυνατό.
Σε χρόνο ρεκόρ επιλέγηκαν οι 35 άντρες που θα επάνδρωναν τα οκτώ στοιχεία ΠΑΟ, συν ένας ο οδηγός του φορτηγού που θα ακολουθούσε τη φάλαγγα.
– Ήταν τα συνήθη πληρώματα των 8 στοιχείων ΠΑΟ και είχε το καθένα τον οδηγό, τον υπαξιωματικό/στοιχειάρχη – σκοπευτή και δυο στρατιώτες. Εκεί που υπήρχαν ελλείψεις συμπληρώθηκαν με εφέδρους, είπε ο Κ. Αργυρόπουλος.
Όλοι με στολή εκστρατείας με τον ατομικό οπλισμό και τα πυρομαχικά, φόρτωσαν όπλα, βλήματα, καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και σε μισή ώρα στις 2.10 μ.μ. ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν.
Στο πρώτο αυτοκίνητο της φάλαγγας οδηγός ήταν ο Ανδρέας Πογιατζής από τη Βατυλή, συνοδηγός ο επικεφαλής της αποστολής υπολοχαγός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος και στις δυο πίσω θέσεις του λαντ ρόβερ ήταν ο λοχίας στοιχειάρχης Χριστάκης Νικολάου από την Αμμόχωστο με καταγωγή τον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού και ο έφεδρος στρατιώτης Χαράλαμπος Μιχαήλ από το Αργάκι Μόρφου.

Οι οδηγίες προς τους οδηγούς των αυτοκινήτων, αλλά και στους επικεφαλής του κάθε στοιχείου ήταν να κρατούν μια απόσταση μεταξύ τους γύρω στα 70 μέτρα, ώστε η φάλαγγα να μην αποτελεί εύκολο στόχο για τα βομβαρδιστικά και μαχητικά τουρκικά αεροπλάνα.

Η αποστολή ξεκίνησε χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατί πιθανό τα τουρκικά αεροπλάνα να ήταν απασχολημένα σε άλλα πιο σημαντικά σημεία.
Όμως καθώς τα αυτοκίνητα προχωρούσαν από την Κυθρέα προς την Κλεπίνη ακούστηκε από τους ασυρμάτους και τους στρατιώτες:
– Αεροπορία…
Αμέσως δόθηκαν οδηγίες ώστε όλα τα στοιχεία να βγουν από τον δρόμο και να γίνει διασπορά και απόκρυψη τους, διατηρώντας τις αποστάσεις τους.
Τα δυο μαχητικά στο πέρασμα τους έκαναν αναγνώριση της φάλαγγας. Δεν γνώριζαν ότι το τμήμα δεν είχε αντιαεροπορική κάλυψη κι έτσι έριξαν τις βόμβες τους από πολύ ψηλά. Έπεσαν πολύ μακριά από τα αυτοκίνητα της φάλαγγας και έτσι δεν υπήρξε οποιαδήποτε απώλεια.
Σε λίγο η αποστολή ξεκίνησε και πάλι.
Προχώρησαν με αυξημένη ταχύτητα, διατηρώντας πάντα τις αποστάσεις και χωρίς να συναντήσουν άλλα απρόοπτα έφτασαν στον Πενταδάκτυλο. Συνέχισαν και πλησίασαν την Κλεπίνη στα 3 χιλιόμετρα.
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος κάλεσε τη φάλαγγα να σταματήσει και με το τηλεσκόπιο βάλθηκε να παρατηρεί αν υπήρχε κάποια κίνηση στο χωριό. Κάλεσε και τον υποδιοικητή του, τον κύπριο έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Βάκη, έψαξαν μαζί, δεν είδαν τίποτα.
Αποφάσισε να συνεχίσει σε σχηματισμό προς την Κλεπίνη και οι οπλίτες να είναι έτοιμοι για ενδεχόμενη επαφή με τουρκικές δυνάμεις.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα σπίτια της Κλεπίνης, ανέκοψαν ταχύτητα, προχωρούσαν προσεκτικά.
– Στην περιοχή Κλεπίνης στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο θα συναντήσεις δικά μας τμήματα, για να σε κατευθύνουν στον Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας Στυλιανό Μιχόπουλο, τού είχε πει κατά την αναχώρηση ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Χρίστος Ορφανίδης.
Καμιά κίνηση, κανένα στρατιωτικό τμήμα, ούτε καν στρατιώτης. Συνάντησαν μόνο ένα γέροντα στο εγκαταλειμμένο χωριό. Τον ρώτησαν αν είδε στρατό, αν έφυγαν οι κάτοικοι, αν ήξερε κάτι. Τα είχε χαμένα, δεν ήξερε τίποτα.
Πουθενά στρατιωτικό τμήμα, πουθενά Τακτικό Συγκρότημα, με το οποίο έπρεπε να έρθουν σε επαφή.
Οι ασύρματοι που είχε η φάλαγγα ήταν μόνο για επικοινωνία μεταξύ των 8 λαντ ρόβερ. Δεν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τον Διοικητή του 120 ΛΒΟ για νέες οδηγίες. Έπρεπε να αποφασίσουν από μόνοι τους τι έπρεπε να κάνουν.

Πορεία προς το άγνωστο

Ο επικεφαλής υπολοχαγός αποφάσισε να συνεχίσουν την κάθοδο τους προς τη θάλασσα στον δρόμο προς τον Άγιο Επίκτητο. Τώρα, οδεύοντας προς το άγνωστο προχωρούσαν αργά, προσεκτικά, σε πλήρη εγρήγορση γιατί από στιγμή σε στιγμή δεν γνώριζαν τι θα συναντούσαν.
Κοίταξαν κάτω προς την παραλία δεν υπήρχε καμιά κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.
Ανέβηκαν σε ένα λοφίσκο και παρατήρησαν με τα τηλεσκόπια. Είδαν ορισμένα αντιτορπιλικά στη θάλασσα και διελεύσεις ελικοπτέρων που κατευθύνονταν προς το νότο.
Το τμήμα των οκτώ ΠΑΟ αποφάσισε να προχωρήσει προς τον Άγιο Επίκτητο πάντα με στόχο να βρει τον Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος. Δόθηκαν οδηγίες να ληφθούν αυξημένα μέτρα ασφαλείας, να διατηρούν τις αποστάσεις μεταξύ τους και να είναι σε πλήρη ετοιμότητα. Κατευθύνονταν τώρα προς τον Άγιο Επίκτητο, σε σχηματισμό αναγνώρισης, έχοντας δεξιά τη θάλασσα και αριστερά τον Πενταδάκτυλο.
Με κάθε επιφύλαξη πλησίασαν το χωριό. Αντίκρισαν και πάλι το ίδιο σκηνικό. Καμιά κίνηση ούτε στρατιωτικών τμημάτων, ούτε κατοίκων. Μπήκαν στο χωριό. Ήταν κι αυτό έρημο.

Προς τουρκοκυπριακό χωριό

Ο υπολοχαγός έκρινε πως έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία προς την Κερύνεια. Όμως το πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να πάνε διά μέσου του χωριού Καζάφανι, το οποίο κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους.
Το Καζάφανι απείχε τρία χιλιόμετρα, μια απόσταση που μπορεί να επιφύλασσε ο,τιδήποτε. Καθώς προχωρούσαν η πρώτη εικόνα που συνάντησαν τούς προκάλεσε θλίψη αλλά παράλληλα ενέτεινε την αγωνία της αποστολής.
Συνάντησαν μια καμένη φάλαγγα επτά στρατιωτικών οχημάτων της 33ης Μοίρας Καταδρομών, τα οποία πλήγηκαν από την τουρκική αεροπορία και τώρα ήταν εγκαταλειμμένα και από ορισμένα αναδύονταν ακόμη μαύροι καπνοί. Δυστυχώς οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν μηδενικές και έτσι έδωσαν εύκολο στόχο στους τούρκους πιλότους. Ευτυχώς είχαν μόνο τραυματίες, αλλά είχαν απώλειες σημαντικού στρατιωτικού υλικού.
Η φάλαγγα του 120 ΛΒΟ συνέχισε την πορεία προς το Καζάφανι και οι τελευταίες οδηγίες του επικεφαλής υπολοχαγού ήταν:
– Θα διέλθουμε από το Καζάφανι με επιθετική διάταξη. Με την είσοδο στο χωριό αυξάνουμε ταχύτητα. Το επικεφαλής όχημα εκτελεί πυρά και αν υπάρξει ανταπόδοση, τότε τα ακολουθούντα λαντ ρόβερ εκτελούν πυρά με τα ατομικά όπλα σε πλευρικές κατευθύνσεις.
Το σχέδιο εκτελέστηκε κατά γράμμα, αλλά προς μεγάλη έκπληξη όλων δεν υπήρξε καμιά απάντηση πυρών. Το χωριό ήταν έρημο και είχε εγκαταλειφθεί κι αυτό.
Ανάπνευσαν και πάλι μετά την έξοδο από το χωριό Καζάφανι και συνέχισαν την πορεία τους προς την Κερύνεια.
Σε λίγο συνάντησαν ένα πολιτικό αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατέβηκε απ’ αυτό ένας άντρας ντυμένος αξιωματικός, συστήθηκε ως ταγματάρχης πεζικού και τους είπε πως τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα ήταν δυτικά της Κερύνειας. Στον δρόμο τους είδαν και άλλα πολιτικά αυτοκίνητα με ένοπλους πολίτες, αλλά και οικογένειες να φεύγουν προς το Καζάφανι.
Προχώρησαν προς την πόλη της Κερύνειας αλλά προς μεγάλη τους και πάλι έκπληξη δεν συνάντησαν κανένα μέσα στην πόλη. Καμιά κίνηση, κανένα πρόσωπο, παντού εγκατάλειψη.
Προχωρώντας ακόμη λίγο, προς τη δυτική πλευρά της πόλης συνάντησαν τους πρώτους στρατιώτες. Ήταν ένας υπολοχαγός του 251 Τάγματος Πεζικού μαζί με δέκα περίπου οπλίτες. Την ώρα εκείνη πέρασαν από πάνω τους μια ομάδα 5-6 τουρκικών ελικοπτέρων. Τους έβαλαν με ένα πολυβόλο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού ενημερώθηκε πού θα βρει τον συγκροτηματάρχη, η φάλαγγα των οκτώ ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ συνέχισε την πορεία της δυτικά της Κερύνειας και σε λίγο έμελλε να βρει επιτέλους τον Αντισυνταγματάρχη Στυλιανό Μιχόπουλο. Ήταν στην είσοδο του στρατοπέδου του 251 Τάγματος Πεζικού, 2 χλμ. δυτικά της Κερύνειας, πάνω στην παραλία.
Βρισκόταν εκεί μαζί με τον επιτελή του ταγματάρχη Κωνσταντίνο Τσιάκα.
Ο συγκροτηματάρχης, έτσι ήταν ο τίτλος του, φαινόταν να τα έχει εντελώς χαμένα. Και πώς να μην τα έχει. Είχε αφήσει τις μονάδες στα στρατόπεδα τους, σύμφωνα με τις άνωθεν οδηγίες (της Χούντας) και δέχθηκαν τις πρωινές ανελέητες τουρκικές αεροπορικές επιδρομές. Πολλά απ’ αυτά διαλύθηκαν και δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν ούτε κατά το ελάχιστο στο καθήκον απόκρουσης της τουρκικής εισβολής.

Σημαντική μαρτυρία

Αλλά υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία, ακόμη χειρότερη, από αξιωματικούς και στρατιώτες του 70 Τάγματος Μηχανικού. Λέει η μαρτυρία:
«Την παραμονή έναρξης της τουρκικής εισβολής, δηλαδή την Παρασκευή 19η Ιουλίου 1974, κοντά στα μεσάνυκτα, 5-6 ώρες δηλαδή προτού αρχίσει η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων εισβολής στην ακτή του Πέντε Μίλι της Κερύνειας, μια διμοιρία του 70 Τάγματος Μηχανικού με επικεφαλής τον υπολοχαγό Παναγιώτη Παναγόπουλο, είχε ήδη φτάσει από τη Λευκωσία στην Κερύνεια, για να υλοποιήσει αμέσως τη διατεταγμένη αποστολή της, να στρώσει ναρκοπέδιο στο Πέντε Μίλι.
»Ο επί τόπου ανώτατος διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας, συνταγματάρχης Στυλιανός Μιχόπουλος απαγόρευσε τη ναρκοθέτηση, είπε στους άνδρες του 70 ΤΜΧ ότι “δεν υπάρχει τίποτε και προληπτικώς έχετε έρθει” και τους διέταξε να πάνε για ύπνο. “Ξαπλώστε να κοιμηθείτε”, τους είπε.
»Μετά από λίγες ώρες με το πρώτο φως του Σαββάτου, αποφράδας 20ής Ιουλίου 1974 τα πρώτα τμήματα του 50ού Συντάγματος Καραογλάνογλου της 39ης Μεραρχίας του Αττίλα, πραγματοποιούσαν ανενόχλητα την αποβίβαση (ούτε καν απόβαση) στην ακτή του Πέντε Μίλι».
Η πιο πάνω μαρτυρία κατατέθηκε στον Φάκελο της Κύπρου της κυπριακής Βουλής και περιέχεται στο βιβλίο «Εις Μνημόσυνον Αιώνιον Ηρώων 70ΤΜΧ» του ιερέα Ανδρέα Βορκά, ο οποίος το 1974 ήταν ένας από τους ανθυπολοχαγούς του τάγματος.

Η συνάντηση των Βατυλιωτών

Εδώ ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε σε μια συνάντηση δυο Βατυλιωτών, οι οποίοι τότε υπηρετούσαν ως κληρωτοί στρατιώτες.
Ας αφήσουμε τον Σπύρο Δράκο να μας μιλήσει γι’ αυτή τη συνάντηση. Ήταν οδηγός του 70 Τάγματος Μηχανικού και είχε μεταβεί στην Κερύνεια μαζί με τη διμοιρία του από την Παρασκευή 19 Ιουλίου, παραμονή της τουρκικής εισβολής. Μάς είπε:
«Εκείνη την ώρα που έφτασε η φάλαγγα των 8 ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ, το Σάββατο 20 Ιουλίου στις 6.15 το απόγευμα περίπου, ήμουν κοντά στην πύλη του στρατοπέδου. Σε κάποια στιγμή άκουσα κάποιο να με φωνάζει:
– Σπύρο…
»Ήταν ο συγχωριανός και φίλος Ανδρέας Πογιατζής. Καθόταν στη θέση του οδηγού του πρώτου αυτοκινήτου της φάλαγγας. Από τη θέση του συνοδηγού είχε κατεβεί λίγο νωρίτερα ο επικεφαλής της φάλαγγας υπολοχαγός.
»Τα είπαμε για 1-2 λεπτά, καθώς ο υπολοχαγός έπαιρνε οδηγίες για την αποστολή του από τον αντισυνταγματάρχη Μιχόπουλο.
– Πού πάτε; τον ρώτησα.
– Πάμε να κτυπήσουμε τους Τούρκους εισβολείς, μου είπε και πρόσθεσε: Θα είσαι εδώ όταν θα επιστρέψουμε;
– Εδώ θα είμαι, πού να πάω; του απάντησα.
»Ο υπολοχαγός επικεφαλής της φάλαγγας των ΠΑΟ δεν άργησε να επιστρέψει. Χαιρέτησα τον Ανδρέα, του ευχήθηκα “καλή επιστροφή” και η φάλαγγα ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτικά της Κερύνειας, προς τον Άγιο Γεώργιο».

Για την αποστολή της διμοιρίας του στην Κερύνεια ο Σπύρος Δράκος είπε:
«Πήγαμε εκεί από το απόγευμα της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 για να ναρκοθετήσουμε την παραλία στο Πέντε Μίλι.
»Όμως, όπως μάθαμε, ο Διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος είπε στον υπολοχαγό μας να πάμε για ύπνο. Κοιμηθήκαμε εκεί, μέσα στο 251 ΤΠ, στο έδαφος κάτω από τ’ αστέρια. Το πρωί μάς έκαναν εγερτήριο τα τουρκικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν το στρατόπεδο. Έγινε χαμός. Όλοι έτρεχαν να καλυφθούν, να απομακρυνθούν, να σωθούν…».
Όμως ο Σπύρος Δράκος ήταν μάρτυρας και κατά την επιστροφή της φάλαγγας, την οποία θα δούμε στη συνέχεια.

Η τρομερή συνομιλία

Επιστρέφουμε λοιπόν στην πύλη του στρατοπέδου του 251 Τ.Π. με τον αντισυνταγματάρχη Στυλιανό Μιχόπουλο να υποδέχεται τον Ουλαμό των οκτώ ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ.
Όπως ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος γράφει στο βιβλίο του «1974 Οι Αδικαίωτοι» ο Αντισυνταγματάρχης του είπε:
– Όλα εντάξει. Όπως αναφέρει ο διοικητής του λόχου που είναι σε επαφή με τις τουρκικές δυνάμεις (λοχαγός Στέφανος Τζίτζας) ελέγχει τον εχθρό και να μην ανησυχούμε.
Ακολούθως ο Αντισυνταγματάρχης ανέθεσε αμέσως στον υπολοχαγό Κ. Αργυρόπουλο την πρώτη του αποστολή:
-Όπως βλέπετε ο εχθρός ελέγχεται. Έχει αγκιστρωθεί στην ακτή και το έργο σας είναι πάρα πολύ εύκολο. Έχει βγάλει ένα ουλαμό αρμάτων, τα οποία δεν έχουν χώρο να ελιχθούν και είναι στριμωγμένα στην παραλία, δυτικά του χωριού Άγιος Γεώργιος. Πέντε αρματάκια είναι αυτά. Τα χτυπάς και η αποστολή σου έληξε.
Ο υπολοχαγός ζήτησε λεπτομέρειες, ήθελε να πατά σε στέρεο έδαφος. Ήταν εξάλλου πολύ νωπό εκείνο το… «στην περιοχή της Κλεπίνης, επάνω στον ασφαλτόδρομο στο βασικό δρομολόγιο από Κυθρέα προς Κερύνεια θα πάρεις επαφή με δικό μας τμήμα και με τον Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος»… Και δεν ήταν κανένας στην Κλεπίνη. Και έκαναν πορεία στα τυφλά προς τον Άγιο Επίκτητο, μετά προς Καζάφανι και μετά προς Κερύνεια με όλους τους κινδύνους να παραμονεύουν, κυρίως να εισέλθουν σε εχθρική ζώνη και να υποστούν πανωλεθρία.
Η συνομιλία που ακολούθησε, όπως την περιγράφει στο ίδιο βιβλίο του ο Κ. Αργυρόπουλος, είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ αποκαλυπτική. Την παραθέτουμε πιο κάτω:
Υπολοχαγός: Ποιος θα μού δείξει την τοποθεσία αποβάσεως και τις θέσεις του εχθρού;
Αντισυνταγματάρχης: Δεν χρειάζεται παιδί μου. Πάρε τις συντεταγμένες από τον κύριο Ταγματάρχη και κατευθύνσου εκεί. Εκεί σε περιμένουν οι δικοί μας. Ήδη τους έχω ενημερώσει ότι κινείσαι προς τα εκεί. Σε περιμένουν.
– Πού θα τους βρω;
– Πολύ εύκολο. Θα κινείσαι συνεχώς επάνω στον ασφαλτόδρομο στο κύριο δρομολόγιο προς Πέντε Μίλι – Διάβαση Πανάγρων. Μόλις φθάσεις στο χωριό Άγιος Γεώργιος και μπροστά στην ομώνυμη εκκλησία, πάντοτε πάνω στον ασφαλτόδρομο είναι οι δικοί μας.
– Να τολμήσω να σας ζητήσω να μού διαθέσετε ένα οδηγό που γνωρίζει την περιοχή για την περίπτωση λάθους; Ή έστω ένα ασύρματο να επικοινωνώ μαζί σας;
– Πρώτον δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα και δεύτερον σάς διαβεβαιώνω ότι το να συναντήσετε τους δικούς μας χωρίς να βγείτε καθόλου από το δρομολόγιο είναι ό,τι πιο εύκολο στον κόσμο. Και μέσω αυτών μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μου.
Παρών στην άφιξη της φάλαγγας, καθώς και στη συνομιλία Μιχόπουλου – Αργυρόπουλου ήταν και ο Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός (ΔΕΑ) Κώστας Σανταμάς του 70 Τάγματος Μηχανικού, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά:
– Αντικρίζοντας έξω από την πύλη του στρατοπέδου την φάλαγγα των 8 λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ είπα “να κι ένα οργανωμένο στρατιωτικό τμήμα”, ντυμένοι και εξοπλισμένοι στην εντέλεια, λαντ ρόβερ, όπλα όλα αψογα και οι στρατιώτες έδειχναν με ψηλό ηθικό.
Επίσης επιβεβαίωσε τη συνομιλία όπως την περιέγραψε πιο πάνω ο υπολοχαγός και πρόσθεσε:
– Έλεγε ακριβώς την ίδια ιστορία σε όλους, δηλαδή “κατέβασαν μόνο πέντε άρματα και είναι υπό έλεγχο, στριμωγμένα στην παραλία”.
Συνεχίζοντας ο Κ. Σανταμάς είπε:
– Εκείνο που μού έκανε ιδιαίτερα κακή εντύπωση ήταν οι ανύπαρκτες επικοινωνίες μεταξύ των δικών μας στρατιωτικών τμημάτων. Για τη μεταφορά των διαταγών τού επικεφαλής, δηλαδή του Μιχόπουλου, πηγαινοερχόταν ένας αγγελιαφόρος που τις μετέφερε με σχετικά σημειώματα. Μάλιστα πρόσεξα ότι σε μια περίπτωση ο Μιχόπουλος… έκοψε ένα κομμάτι του κουτιού των τσιγάρων του, έγραψε τη διαταγή και την έδωσε στον αγγελιαφόρο για να την μεταφέρει! Τόση προχειρότητα υπήρχε.

Προς το τουρκικό προγεφύρωμα

Αυτά ήταν τα δεδομένα με τα οποία ξεκίνησε ο Ουλαμός των οκτώ ΠΑΟ “για να κατευθυνθεί στην περιοχή των συγκρούσεων και να καταστρέψει τα τουρκικά άρματα”.
Πάντα στο πρώτο αυτοκίνητο οδηγός ο στρατιώτης Ανδρέας Πογιατζής, στην πρώτη γραμμή κρούσης και δίπλα συνοδηγός ο Υπολοχαγός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος, επικεφαλής της επιχείρησης. Ξεκίνησε και τον ακολούθησαν τα άλλα επτά λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ και το φορτηγό με τα εφεδρικά βλήματα και πυρομαχικά στο τέλος.
Η ώρα ήταν 6.10 το απόγευμα, δηλαδή 12 και πλέον ώρες μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής (5.30 π.μ.) και η φάλαγγα των ΠΑΟ όδευε προς το τουρκικό προγεφύρωμα.
Τα τουρκικά ελικόπτερα σε αλλεπάλληλα κύματα πετούσαν ανενόχλητα προς τα νότια, πολιτικά οχήματα με πολίτες κατευθύνονταν προς τον νότο, εγκαταλείποντας και τα χωριά γύρω από την Κερύνεια.
Η φάλαγγα των ΠΑΟ προχωρούσε πολύ αργά, προσεκτικά σε ένα δρόμο με μικρές στροφές κάθε 80-100 μέτρα και δεξιά και αριστερά έβλεπες ελαιόδεντρα, εσπεριδοειδή και αραιές κατοικίες.

Καθώς προχωρούσαν, φτάνοντας σε ένα σημείο του δρόμου που ήταν υπερυψωμένο, από κάτω φαινόταν πανοραμικά ο μικρός κόλπος του Πέντε Μίλι όπου γινόταν η απόβαση. Ο δεκανέας στοιχειάρχης-σκοπευτής Απόστολος Αποστόλου, που ήταν στο δεύτερο στοιχείο ΠΑΟ, θυμάται:
-Φώναξα στον υπολοχαγό Αργυρόπουλο «έτους δαμαί, κύριε υπολοχαγέ. Πρέπει να τους βάλουμε».

Στη θάλασσα ήταν γύρω στα 15 πλοία. Ένα είχε προσεγγίσει στην ξηρά και άλλα περίμεναν λίγο πιο πέρα.

Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος απάντησε:
-Ακολουθήστε-με. Έχουμε διαταγές.

Και ο Απ. Αποστόλου παρατηρεί:
«Τα τουρκικά πλοία ήταν τόσο κοντά. Ήσαν ακίνητα στη θάλασσα, το πολύ στα 800 μέτρα και μάς έδιναν εύκολο στόχο.
»Αν δεν μάς παρέσυρε με διαταγές ο αντισυνταγματάρχης και κτυπούσαμε τους Τούρκους από το ύψωμα, τότε θα τους κάναμε μεγάλο χαλασμό.
»Δεν λέω ότι θα τους νικούσαμε, αλλά οκτώ ΠΑΟ αν εκτελούσαν ομοβροντίες στα τουρκικά αποβατικά θα τους προκαλούσαμε τέτοια καταστροφή, που θα την θυμούνταν για πολλά-πολλά χρόνια».

Όμως οι διαταγές ήταν άλλες. Έπρεπε να συνεχίσουν, για να συναντήσουν τα φίλια τμήματα.

Σε λίγο είδαν και την πινακίδα που τους πληροφορούσε ότι έμπαιναν στο χωριό Άγιος Γεώργιος. Όπως τούς τα είχαν περιγράψει, περίμεναν στη συνέχεια να δουν την ομώνυμη εκκλησία και εκεί να βρουν “τους δικούς μας”, δηλαδή «τον διοικητή του λόχου που είχε τον εχθρό υπό έλεγχο».
Έφτασαν στην εκκλησία και ο επικεφαλής υπολοχαγός έκανε σήμα στη φάλαγγα να σταματήσει.
Κατέβηκε από το όχημα, κοίταξε γύρω δεν ήταν κανένας. Κι όμως πριν 20 μόλις λεπτά ο συνταγματάρχης Στ. Μιχόπουλος τού είχε πει ρητά «είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, θα βρεις τους δικούς μας μόλις φθάσεις στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου».
– Μήπως και δεν είναι αυτή η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου; ρώτησε ο υπολοχαγός.
– Όχι, αυτή είναι, απάντησαν με μια φωνή ένας ανθυπολοχαγός και μερικοί στρατιώτες που στο μεταξύ προχώρησαν εκεί.
Οι ασύρματοι που διέθεταν ήταν μόνο για εσωτερική επικοινωνία, μεταξύ των λαντ ρόβερ. Ο Στ. Μιχόπουλος δεν τούς έδωσε ασύρματο για να επικοινωνούν, ούτε οδηγό. Τώρα τί έπρεπε να κάνουν;
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος σκέφτηκε πως εφόσον ο αντισυνταγματάρχης τούς είπε πριν λίγη ώρα πως ο λόχος Τζίτζα ελέγχει τον εχθρό και πως τα τουρκικά άρματα είναι στριμωγμένα, τότε προφανώς το τμήμα του είναι στην ακτή δυτικά του χωριού και ενδεχόμενα να πραγματοποιεί αντεπίθεση για να στριμώξει περισσότερο τον εχθρό.
Έτσι αποφάσισε να συνεχίσουν την πορεία τους δυτικά για να τους βρουν.
Προχώρησαν γύρω στα 500 μέτρα και μετά από μια στροφή, λίγα μέτρα πριν τη διασταύρωση του δρόμου που οδηγεί αριστερά προς Τριμίθι, φάνηκε ένα στρατιωτικό τμήμα.
Ήταν σε απόσταση 40 μέτρων, γύρω στους 60 στρατιώτες. Σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία έδειχναν «της διάλυσης” αφού οι πιο πολλοί ήταν ξαπλωμένοι σ’ ένα χωράφι στα δεξιά και άλλοι κάθονταν στο παγκέτο του δρόμου.
«Ανέβηκε το αίμα του στο κεφάλι», μόλις τούς είδε ο υπολοχαγός.
«Πως είναι δυνατό» σκέφτηκε «εδώ κοντά να γίνεται πόλεμος κι αυτοί να ξαπλώνουν αμέριμνοι στο χωράφι;»
Το λαντ ρόβερ του Κ. Αργυρόπουλου, που οδηγούσε ο Α. Πογιατζής, προχώρησε και σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το στρατιωτικό τμήμα.
Ταυτόχρονα ο υπολοχαγός σήκωσε το χέρι και έδωσε σήμα στα ακολουθούντα λαντ ρόβερ να σταματήσουν.
Στη στροφή του δρόμου που πέρασαν ήταν ένα εξοχικό σπίτι και στα 15 μέτρα είχε ένα δεύτερο, και τα δυο στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Στις ταράτσες τους πρόσεξαν ότι υπήρχαν στρατιώτες.
Ο Κ. Αργυρόπουλος κατέβηκε από το λαντ ρόβερ, το διασταύρωσε από το μπροστινό μέρος και περίμενε στην άκρη του ασφαλτόδρομου, ερευνώντας με τα μάτια τον γύρω χώρο. Χωρίς να αρθρώσει ούτε μια λέξη, έμεινε να περιμένει τον επικεφαλής τους τμήματος.
Από τους στρατιώτες που ήταν ξαπλωμένοι στο χωράφι ένας σηκώθηκε και αμέσως κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός, μελαμψός, αδύνατος άντρας γύρω στα 30. Ήταν ντυμένος με “στολή παραλλαγής του ΝΑΤΟ” όπως κι ο Κ. Αργυρόπουλος. Στα πέτα του φαίνονταν διακριτικά που δήλωναν πως ήταν αξιωματικός, αλλά δεν φορούσε πηλίκιο.
Τον πλησίασε στα δυο μέτρα. Πρώτος είπε κάποιες λέξεις ο λιγνός αξιωματικός.
Μίλησε στα… τουρκικά!
Πάγωσε προς στιγμήν ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος. Αστραπιαία κοίταξε και τα διακριτικά του και αντιλήφθηκε πως ήταν Τούρκος αξιωματικός.
Τα χέρια του αμέσως πήγαν στο αυτόματο καλάσνικοφ που κρατούσε και εκτέλεσε μια ριπή εναντίον του Τούρκου αξιωματικού, ο οποίος έκαμε μια κίνηση προς το πιστόλι του, αλλά δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει.
Ακολούθως ο Κ. Αργυρόπουλος όρθιος όπως ήταν από τη θέση εκείνη, ακάλυπτος στη μέση του δρόμου, άδειασε τη φυσιγγιοθήκη με ριπές εναντίον των συγκεντρωμένων Τούρκων στρατιωτών.
-Εκείνη την ώρα σκέφθηκα “δεν γλιτώνω εδώ που είμαι”, ας σκοτώσω όσο μπορώ περισσότερους, θυμάται ο υπολοχαγός.
(Σήμερα ο Κ. Αργυρόπουλος, μιλώντας για εκείνη τη σκηνή των ξαπλωμένων στρατιωτών στο χωράφι, είναι πέρα από σίγουρος ότι βρίσκονταν περίπου στο κέντρο του δημιουργηθέντος τουρκικού προγεφυρώματος, το οποίο η φάλαγγα των ΠΑΟ είχε διασχίσει, με τους τούρκους να νομίζουν ότι επρόκειτο για δικό τους τμήμα).
Τα επόμενα δευτερόλεπτα εξελίχθηκαν σαν σε κινηματογραφική ταινία.
Το λαντ ρόβερ του υπολοχαγού, μένοντας εκτεθειμένο μπροστά στο τουρκικό τμήμα, κινήθηκε προς τα εμπρός, για να αποφύγει προφανώς τα τουρκικά πυρά.
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος έπεσε στην άσφαλτο και με “βαρελάκια” καλύφθηκε στο χαντάκι αριστερά του δρόμου.
Οι στρατιώτες του τουρκικού τμήματος, μετά την πρώτη σαστιμάρα από τον αιφνιδιασμό, καλύφθηκαν στους γύρω χώρους και σε λίγο άρχισαν να εκτελούν πυρά, στην αρχή προς κάθε κατεύθυνση και μετά στοχευμένα και πυκνά.
Οι στρατιώτες του δεύτερου στοιχείου ΠΑΟ, που είχε σταματήσει 30 μέτρα μακριά από τη σκηνή της σύγκρουσης, κατέβηκαν από το όχημα με τον ατομικό τους οπλισμό και καλύφθηκαν στην αριστερή πλευρά του λαντ ρόβερ.
Το τρίτο λαντ ρόβερ των ΠΑΟ δεν είχε αντιληφθεί έγκαιρα το επεισόδιο και σταμάτησε πολύ κοντά στο δεύτερο όχημα. Οι στρατιώτες κατέβηκαν κι αυτοί και πήραν θέσεις κάλυψης. Το ίδιο έκαναν και οι στρατιώτες του τέταρτου λαντ ρόβερ που σταμάτησε 15 μέτρα πιο κάτω.
Το πέμπτο λαντ ρόβερ, όπως είπε ο δεκανέας στοιχειάρχης-σκοπευτής Κώστας Κοντόραχος, την ώρα έναρξης των πυροβολισμών ήταν ακριβώς στη στροφή και το μπροστινό μέρος του οχήματος ήταν εκτεθειμένο.
Έτσι ο οδηγός έβαλε πισινή και πήγε λίγα μέτρα πιο πίσω για να καλυφθεί. Ακολούθως οι τέσσερις επιβαίνοντες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο με τον ατομικό τους οπλισμό και καλύφθηκαν πίσω από το αυτοκίνητο και σε παρακείμενες θέσεις.
Τα υπόλοιπα στοιχεία – οχήματα με την έναρξη των πυρών σταμάτησαν και οι στρατιώτες που τα επάνδρωναν κατέβηκαν και πήραν θέσεις κάλυψης, περιμένοντας οδηγίες από τους επικεφαλής.

Το έβδομο λαντ ρόβερ, όταν σταμάτησε η φάλαγγα, βρέθηκε απέναντι από ένα εξοχικό σπίτι. Επικεφαλής ήταν ο δεύτερος τη τάξει της αποστολής ανθυπολοχαγός που υπηρετούσε τη θητεία του Ιωάννης Βάκης και επέβαιναν άλλοι τέσσερις εθνοφρουροί, μεταξύ των οποίων και ο κληρωτός δεκανέας στοιχειάρχης-σκοπευτής Χρίστος Στασής. Ήταν το μόνο στοιχείο που είχε 5μελές πλήρωμα. Όλα τα άλλα είχαν από τέσσερις.
Με τους πρώτους πυροβολισμούς ο ανθυπολοχαγός κάλεσε με τον “εσωτερικό” ασύρματο τον επικεφαλής Κ. Αργυρόπουλο να δει τι συμβαίνει και για το πώς θα δράσει.
Καμιά απάντηση. Ξαναδοκίμασε, τίποτα.
Ύστερα από ένα-δυο λεπτά τα πυρά έγιναν πιο πυκνά και κατόπιν καταιγιστικά. Σφαίρες έσχιζαν τον αέρα δεξιά – αριστερά, ψηλά – χαμηλά προς κάθε κατεύθυνση. Επικρατούσε πανδαιμόνιο.
Οι τέσσερις στρατιώτες του έβδομου στοιχείου κατέφυγαν αρχικά πίσω από το εξοχικό που ήταν κοντά τους και κατόπιν το άνοιξαν και μπήκαν μέσα για να βρουν θέσεις μάχης μέσα από τα παράθυρα που έβλεπαν προς το μέρος όπου ακούγονταν τα μαζικά πυρά. Ήταν πυρά τυφεκίων, αυτόματων, πολυβόλων, αρμάτων, όλα μαζί έκαναν μια χορωδία τρόμου.
Ο ανθυπολοχαγός ξαναδοκίμασε να επικοινωνήσει με τον Κ. Αργυρόπουλο αλλά τίποτα. Καμιά απάντηση. Ο ασύρματος ήταν στο πρώτο λαντ ρόβερ που είχε προχωρήσει μπροστά.
Κοίταξε μπροστά του το 6ο στοιχείο, πιο πίσω το 8ο. Οι στρατιώτες του κατέβηκαν και καλύφθηκαν σε παρακείμενα δέντρα, πέτρες, άλλοι πίσω από τα αυτοκίνητα τους. Δεν είχαν ορατότητα από το πεδίο των πυροβολισμών και προφανώς των συγκρούσεων. Μπροστά τους απλώνονταν πυκνές φυτείες εσπεριδοειδών, μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, με τα κλαδιά τους να φτάνουν μέχρι το έδαφος σε αρκετές περιπτώσεις.
– Θα πάω μπροστά να δω τι γίνεται, είπε ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Βάκης. Για να μην απαντά ο Κ. Αργυρόπουλος, σκέφτηκε, ίσως να έχει σκοτωθεί.
“Κι εγώ σαν δεύτερος της φάλαγγας τι κάνω εδώ; Προχώρα ανθυπολοχαγέ γιατί η φάλαγγα είναι ακέφαλη. Πήγαινε μπροστά, δώσε εντολές πώς θα ταχθούν τα στοιχεία ΠΑΟ. Πώς θα πολεμήσεις τον εχθρό που ήρθε και μολύνει τον τόπο σου. Από την άλλη είναι και οι στρατιώτες χωρίς ηγεσία που δεν έχουν κάποιο ηγέτη να τους πει πώς θα δράσουν, αν θα επιτεθούν, αν θα οχυρωθούν στις θέσεις τους αν θα υποχωρήσουν…”
Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησε ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Βάκης διά μέσου του δρόμου για να φτάσει στα πρώτα στοιχεία που είχαν εμπλακεί σίγουρα σε μάχη.
Ξεκίνησε μόνος με τον ατομικό του οπλισμό.
Για το τί έγινε με αυτή την ομάδα στρατιωτών θα δούμε στη συνέχεια.

Στην πρώτη γραμμή

Ας πάμε τώρα να παρακολουθήσουμε τι γίνεται στην πρώτη γραμμή της μάχης, όπου τα τέσσερα πρώτα λαντ ρόβερ είναι στον δρόμο μπροστά από τις τουρκικές θέσεις, με τους στρατιώτες τους να έχουν οχυρωθεί πρόχειρα πίσω από τα οχήματα τους και πίσω από παρακείμενες πέτρες και δέντρα.
Ο υπολοχαγός καλυμμένος στο ελάχιστο, αφού το χαντάκι ήταν ξέβαθο, 30 μόλις εκατοστά, δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι και να σκοπεύσει με το μάτι καθώς έριχνε τις επόμενες ριπές. Στη συνέχεια δέχθηκε καταιγιστικά πυρά από όλες τις κατευθύνσεις. Έμεινε εκεί χωρίς να κινείται και οι Τούρκοι στην πολλή ώρα που δεν αντιδρούσε, προφανώς θεώρησαν πως τον είχαν σκοτώσει.
Οι στρατιώτες του δεύτερου ΠΑΟ, του τρίτου και του τέταρτου ήταν καλυμμένοι πίσω από τα αυτοκίνητα τους και εκτελούσαν σποραδικά πυρά με τα ατομικά τους όπλα, τα μαρτίνια. Όμως δεν μπορούσαν να ανεβούν στα οχήματα τους, που ήταν εκτεθειμένα στον ασφαλτόδρομο και δέχονταν πυκνά τουρκικά πυρά από πολυβόλα και σύγχρονα αυτόματα όπλα.
Οι βολές και τα πυρά από τις αντιμαχόμενες πλευρές συνεχίζονταν χωρίς σταματημό.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα για το ελληνικό τμήμα ήταν πως ουσιαστικά είχε μείνει ακέφαλο. Όχι μόνο οι Τούρκοι θεώρησαν νεκρό τον επικεφαλής υπολοχαγό, αλλά το ίδιο και οι στρατιώτες της αποστολής του.

Κόλαση φωτιάς και εκρήξεων

Το πρώτο λαντ ρόβερ, που κινήθηκε μπροστά, σταμάτησε 40-50 μέτρα πιο πέρα. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό έγινε με στόχο να κατεβούν και να καλυφθούν οι τρεις στρατιώτες που επέβαιναν σ’ αυτό, ή αν σταμάτησαν γιατί πλήγηκε ο οδηγός από τα τουρκικά πυρά.
Οι στρατιώτες του δεύτερου οχήματος και ειδικότερα ο Απόστολος Αποστόλου, είπε πως είδε το πρώτο λαντ ρόβερ να σταματά στα 40-50 μέτρα. Μετά από ένα λεπτό το πρώτο στοιχείο πλήγηκε από βλήμα τουρκικού τανκ, το οποίο ήταν καλυμμένο στο βάθος πίσω από τα δέντρα, στα 200 μέτρα. Ανατινάχθηκαν αλυσιδωτά και τα επτά βλήματα που ήταν εξοπλισμένο το όχημα, δημιουργώντας μια κόλαση φωτιάς και εκρήξεων.
Κανένας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν οι τρεις στρατιώτες που επέβαιναν, ο οδηγός του αντιαρματικού Ανδρέας Πογιατζής, ο κληρωτός λοχίας στοιχειάρχης-σκοπευτής Χριστάκης Νικολάου και ο στρατιώτης Χαράλαμπος Μιχαήλ, ήταν μέσα στο λαντ ρόβερ την ώρα της έκρηξης.
(Μετά από 45 χρόνια, το 2020, τα λείψανα των τριών πιο πάνω βρέθηκαν σε κοινό επιφανειακό τάφο σκεπασμένα με χώμα, ύψους 30 εκατοστών στον χώρο που έγινε η μάχη. Οι σκελετοί των Χριστάκη Νικολάου και Χαράλαμπου Μιχαήλ βρέθηκαν σχεδόν ολόκληροι, ενώ του Ανδρέα Πογιατζή βρέθηκε και ταυτοποιήθηκε μόνο η πατούσα του δεξιού του ποδιού. Μια εξήγηση είναι ότι πιθανό ο Ανδρέας Πογιατζής να ήταν μέσα στο λαντ ρόβερ τη στιγμή της τρομερής έκρηξης και οι άλλοι δυο να κατέβηκαν και να σκοτώθηκαν στη διάρκεια της μάχης. Όμως όλα αυτά είναι εικασίες. Το σίγουρο – για να βρεθούν και οι τρεις σε τάφο στον χώρο όπου έλαβε χώρα η σύγκρουση το απόγευμα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974 – είναι πως σκοτώθηκαν και οι τρεις την ώρα της μάχης στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, 700 μέτρα από τον χώρο απόβασης).

Μόλις ακούστηκαν οι μεγάλες αλυσιδωτές εκρήξεις από τα βλήματα του πρώτου στοιχείου επικράτησε πλήρης κατάπαυση των πυρών για λίγα δευτερόλεπτα. Λες και οι αντιμαχόμενοι ήθελαν να αποτίσουν φόρο τιμής στους νεκρούς.
Στη συνέχεια άρχισαν και πάλι τα πυρά πιο μαζικά, πιο επίμονα, από αυτόματα, τανκς, πολυβόλα, εκρήξεις χειροβομβίδων.

Οι άνδρες του δεύτερου στοιχείου, με σκοπευτή τον δεκανέα Απόστολο Αποστόλου, συνέχισαν να είναι καλυμμένοι στο αριστερό πλευρό του λαντ ρόβερ και να εκτελούν πυρά σχεδόν εκ του συστάδην με τους Τούρκους στρατιώτες που ήταν στις ταράτσες των δυο σπιτιών και τους άλλους που καλύφθηκαν πρόχειρα σε παρακείμενα δέντρα και πέτρες και πίσω από τα δυο σπίτια.
Ύστερα από λίγο, από το βάθος, ακούστηκαν ερπύστριες αρμάτων μάχης να κινούνται, μέσω παρακείμενου χωματόδρομου, προς τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο όπου βρίσκονταν τα τέσσερα λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ, που ήταν εκτεθειμένα στα τουρκικά πυρά.
Το δεύτερο στοιχείο ΠΑΟ ήταν τώρα στην πρώτη γραμμή και οι τέσσερις μαχητές του έβλεπαν μαύρα σύννεφα να τους κυκλώνουν. Όχι μόνο αυτούς, αλλά όλα τα λαντ ρόβερ και τους στρατιώτες που τα επάνδρωναν και ήταν σταματημένα στον δρόμο, τα τέσσερα χωρίς να έχουν καμιά επαφή με τα συμβαίνοντα.
Ο σκοπευτής του δεύτερου στοιχείου Απόστολος Αποστόλου αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία.
-Ρε θα μας φάνε… μονολόγησε. Πρέπει να τους ρίξουμε με τα ΠΑΟ!
Οι άλλοι τρεις στρατιώτες του στοιχείου έμειναν να τον κοιτάζουν…
-Ακούτε τις ερπύστριες. Έρχονται άρματα προς το μέρος μας. Πρέπει να τα κτυπήσουμε, συμπλήρωσε.
Τα άρματα διακρίνονταν αμυδρά πίσω από τους πορτοκαλεώνες, γύρω στα 200 μέτρα μακριά. Όμως δεν ήταν αυτό το θέμα. Το ζήτημα ήταν ποιοι θα πήγαιναν πίσω από το αυτοκίνητο θα έπαιρναν το κιβώτιο, θα έβγαζαν το βλήμα, θα το τοποθετούσαν στην θαλάμη και θα έκλειναν το κλείστρο και ποιος θα ανέβαινε στο λαντ ρόβερ για να στοχεύσει και να τραβήξει τη σκανδάλη.

Στις ασκήσεις που έκαναν οι κληρωτοί αυτή η διαδικασία δεν κρατούσε παραπάνω από 30 δευτερόλεπτα, μισό μόλις λεπτό. Όμως εδώ σε αυτές τις συνθήκες το μισό λεπτό ισοδυναμεί με… ώρες ολόκληρες!

Κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου που σηκώνεις το κεφάλι για να στοχεύσεις, κινδυνεύεις να δεχθείς τα καταιγιστικά πυρά του εχθρού και να μείνεις στον τόπο. Και τα πυρά είναι από παντού και από πολλά όπλα. Από τα συζυγή πολυβόλα των αρμάτων, από τα πολυβολεία, από αυτόματα όπλα, από χειροβομβίδες. Κι εδώ δεν μιλάμε για ένα δευτερόλεπτο, αλλά για τριάντα ολόκληρα δευτερόλεπτα.
Όμως μέσα σ’ αυτή την κόλαση κάτι έπρεπε να γίνει.
– Θα ανεβώ εγώ να στοχεύσω. Πηγαίνετε δυο πίσω και βάλτε βλήμα, είπε με αποφασιστικότητα ο Αποστόλου και πετάχτηκε μεμιάς στο λαντ ρόβερ, χωρίς να τους δώσει καιρό ούτε να μιλήσουν, ούτε να το σκεφτούν, ούτε να το συζητήσουν.
Μόλις ανέβηκε στο λαντ ρόβερ δέχθηκε καταιγιστικά πυρά. Μια κάθετη ριπή, προφανώς από πολυβόλο, τον πέτυχε σε τέσσερα μέρη του σώματος του, μια σφαίρα στο αυτί, μια στο δεξί χέρι, μια στην πλευρά και μια στην άκρη του ποδιού. Το σοβαρότερο τραύμα ήταν στο δεξί χέρι.
-Είσαι λουσμένος στα αίματα, του είπε ένας συμπολεμιστής του. Τρέχουν αίματα από πάνω μέχρι κάτω, πρόσθεσε.
-Εκείνη την ώρα, θυμάται μετά από χρόνια ο Απ. Αποστόλου, δεν ένιωθα τίποτα. Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από τον τραυματισμό μου μέχρι την επόμενη κίνηση είδα μπροστά μου όλη τη ζωή μου σαν κινηματογραφική ταινία να ξετυλίγεται μπροστά μου.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια που μάς είπε ο Αποστόλου κι έτσι θα τα μεταφέρουμε αυτούσια:
«Εκείνα τα δευτερόλεπτα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου όλη η ζωή μου, η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια μου, τα 18 χρόνια που πέρασα στο χωριό μου, τους Εργάτες. Είπα κατ’ αρχήν, σαν άνθρωπος θρησκευόμενος, την προσευχή του Αγίου Συμεών «Νυν απολύεις τον δούλον δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη». Είδα ανάμεσα σ’ άλλα στην «αστραπιαία κινηματογραφική ταινία» τηw ζωής μου, τον διευθυντή μας στο Δημοτικό Σχολείο Νίκο Λεοντίου να μάς μιλά για την ιστορία του Σαμψών και τη φράση «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων», λίγο πριν γκρεμίσει τον ναό των Φιλιστίων. Σήμερα που τα φέρνω στο νου μου θαυμάζω τη δύναμη της σκέψης του ανθρώπου. Πώς έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και τού έδωσε δύναμη απεριόριστη και κατέληξα πως αδύνατος είναι μόνο ο άνθρωπος που τα παρατά.
»Εκείνη την ώρα μπορεί η δύναμη του ανθρώπου να λειτούργησε με τον τρόπο “αφού ο Σαμψών τα κατάφερε, εγώ γιατί να μην τα καταφέρω” κι όταν η καταιγιστική ταινία από τη ζωή μου έληξε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και είδα τους συμπολεμιστές μου που έσπευσαν να με μεταφέρουν, αντέδρασα και τους είπα αποφασιστικά:
-Βάλτε βλήμα, θα τους κτυπήσουμε!
Οι συμπολεμιστές του έμειναν να τον κοιτάζουν περίεργα, αφού τον έβλεπαν «πνιγμένο» στα αίματα και για να τους συνεφέρει τους ξαναφώναξε πιο δυνατά:
-Σας είπα, βάλτε βλήμα. Θα κτυπήσουμε το τανκ…
Υπάκουσαν μηχανικά. Με τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα τους, πήγαν πίσω από το λαντ ρόβερ, πήραν το κουτί με το βλήμα, το άνοιξαν, το έβαλαν στη θαλάμη, έκλεισαν το κλείστρο, σαν σε εκπαίδευση, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
-Έτοιμο, φώναξαν στον Αποστόλου.
Εκείνη την ώρα οι τύποι πηγαίνουν περίπατο…
Θα πρέπει να στοχεύσεις, λέει, με το τυφέκιο που είναι πάνω από το ΠΑΟ, να ρίξεις μια τροχιοδεικτική, να δεις πού κτύπησε κι αν πέτυχε τον στόχο, δηλαδή το άρμα μάχης, τότε να τραβήξεις τη σκανδάλη, να ρίξεις το βλήμα και θα το πετύχεις.

Εδώ, μέσα στη φωτιά της μάχης πρέπει να επιστρατεύσεις άλλες δυνάμεις. Τις δυνάμεις του μυαλού και της θέλησης, τις απεριόριστες δυνάμεις που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος.
Οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν τόσο κοντά που μια χειροβομβίδα έπεσε μέσα στο όχημα. Κύλησε μέσα στα πόδια του Αποστόλου. Με το που την είδε πάγωσε. Όμως εκεί που περίμενε την έκρηξη και το τέλος, συμμάχησε ο Θεός μαζί του, ή αν θέλετε οι προσευχές του ήταν τόσο δυνατές που αντήχησαν μεσούρανα και τις άκουσε ο Παντοδύναμος. Η χειροβομβίδα ήταν με την περόνη!
Φωτίστηκε το πρόσωπο του Αποστόλου. Την πήρε από κάτω, δάγκωσε και έβγαλε την περόνη με τα δόντια.

-Τους την έριξα πίσω «μέσα στη φωλιά τους», μάς είπε. Αμέσως τους άκουσα σε στιγμές πανικού και σύγχυσης. Φωνές, στριγκλιές, κραυγές και μετά η έκρηξη της χειροβομβίδας.
Αμέσως μετά, χωρίς να χάσει καιρό ο Αποστόλου στόχευσε το τανκ και τράβηξε τη σκανδάλη.
Ακούστηκε ο συριγμός του βλήματος να κατευθύνεται προς τον στόχο, αλλά η βολή δεν ήταν επιτυχής. Πέρασε δυο μέτρα από το άρμα μάχης και εξερράγη στο έδαφος.
Όμως η εκτόξευση του βλήματος ΠΑΟ άλλαξε τα δεδομένα, την ψυχολογία των αντιμαχόμενων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή από τη μια πλευρά ήταν οι σποραδικοί πυροβολισμοί με τα μαρτίνια και καμιά ριπή αυτόματου, απ’ αυτά που πήραν κάποιοι στρατιώτες κατά το πραξικόπημα. Από την άλλη οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν εξοπλισμένοι σαν αστακοί, με αυτόματα όπλα τελευταίας τεχνολογίας και υποστηρίζονταν από δυο πολυβόλα καθώς και από τανκς, τα οποία ενίσχυαν το τμήμα τους με τα συζυγή πολυβόλα τους, ενώ κινούνταν για να αποκτήσουν οπτική επαφή και να κτυπήσουν με βλήματα και τα άλλα λαντ ρόβερ με τα στοιχεία ΠΑΟ.

Η έκρηξη του βλήματος ΠΑΟ λίγα μέτρα κοντά στο τουρκικό άρμα μάχης άλλαξε το ισοζύγιο. Και τούτο φάνηκε από το γεγονός ότι για λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησαν εντελώς τα πυρά.

Δεν είδαν τον Βάκη

Αλλά ας μεταφερθούμε για να δούμε την εικόνα στα υπόλοιπα τέσσερα ΠΑΟ που ήταν εκτός του πεδίου της μάχης.

Το 5ο στοιχείο και οι τέσσερις στρατιώτες του, καλυμμένοι πίσω από τη στροφή του δρόμου, εκτελούσαν τυφλά πυρά προς την κατεύθυνση του εχθρικού τμήματος. Το ίδιο και οι στρατιώτες του 6ου καθώς και του 8ου στοιχείου.

Το ανησυχητικό ήταν πως ούτε οι στρατιώτες του 6ου στοιχείου ούτε του 5ου είδαν τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Βάκη να προχωρά προς το μέρος τους. Λογικά έπρεπε να περάσει από κοντά τους αφού είχε ξεκινήσει από το 7ο στοιχείο, δια μέσου του δρόμου, για να πάει μπροστά και να αναλάβει τη διοίκηση της φάλαγγας.

Οι τέσσερις του 7ου στοιχείου, ταμπουρωμένοι στο εξοχικό σπίτι που βρήκαν εκεί, εκτελούσαν πυρά προς το μέρος όπου ακούονταν οι ριπές. Δεν έβλεπαν ούτε τους δικούς τους, ούτε τους Τούρκους.

Από το μπροστινό στοιχείο έμαθαν πως δυο στρατιώτες του είχαν τραυματιστεί, ο ένας στο πόδι, ονόματι Κουμής κι ένας δεύτερος στο χέρι.

Ο δεκανέας Χρίστος Στασής, στοιχειάρχης-σκοπευτής του 7ου στοιχείου, πήρε θέση μαζί με ένα άλλο συμπολεμιστή του στο δυτικό παράθυρο προς το μέρος όπου υπολόγιζαν πως ήταν οι Τούρκοι.

Στο επόμενο λεπτό είδαν δυο Τούρκους στρατιώτες να προχωρούν προς το μέρος που ήταν το 5ο στοιχείο ΠΑΟ. Ο Στασής, καλυμμένος στη δεξιά πλευρά του παραθύρου κι ο άλλος στρατιώτης στην αριστερή, αποφάσισαν να κτυπήσει ο ένας τον Τούρκο στα δεξιά κι ο άλλος εκείνον στα αριστερά.
-Έβαλα το μαρτίνι πάνω στο παράθυρο και καθώς ετοιμαζόμουν να τον βάλω στο στόχαστρο δέχθηκα μια ριπή από πάνω. Προφανώς ήταν από τα δύο πολυβόλα που ήταν στις ταράτσες των δυο σπιτιών, είπε ο Χρ. Στασής. Καθώς είδαν το μαρτίνι να προβάλλει μού έβαλαν ριπή.

Κτυπήθηκε στο πίσω μέρος του κράνους και στη ράχη. Ο συμπολεμιστής του γύρισε προς το μέρος του:
-Η ράχη σου έχει αίματα, του είπε.
Έβγαλε το υποκάμισο, ευτυχώς η σφαίρα τον πήρε ξυστά στη ράχη, χωρίς να του προκαλέσει σοβαρό τραύμα.

Χωρίς να έχουν οπτική επαφή με τον εχθρό, οι στρατιώτες των τεσσάρων πίσω στοιχείων περιορίστηκαν στη συνέχεια σε θέσεις καλύτερης κάλυψης, ρίχνοντας σποραδικούς πυροβολισμούς.

Φοβήθηκε να προχωρήσει

Πάμε τώρα στο δεύτερο στοιχείο, που έδινε την αποφασιστική μάχη της πρώτης γραμμής.

Μετά την ανεπιτυχή βολή του ΠΑΟ το τουρκικό άρμα έμεινε καθηλωμένο στη θέση του. Φοβήθηκε να προχωρήσει και να έρθει πιο κοντά, γιατί θα γινόταν πιο εύκολος στόχος.

Το δεύτερο στοιχείο ΠΑΟ δεχόταν καταιγιστικά πυρά από παντού. Τα αέρια, η λάμψη και η φωτιά που προκλήθηκαν από την εκτόξευση του βλήματος πρόδωσε ποιο λαντ ρόβερ ήταν ο δράστης και έπεσαν όλοι πάνω του να το φάνε. Πολυβολισμοί, ριπές, εκρήξεις από χειροβομβίδες.
Κι ο Αποστόλου εκεί στη θέση του σκοπευτή μέσα στο ΠΑΟ να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη φωτιά και το καυτό μολύβι.
-Πρέπει να υποχωρήσουμε, τού είπε ένας στρατιώτης του στοιχείου του. Να σε βοηθήσουμε να κατεβείς, συμπλήρωσε.
-Όχι, θα πρέπει να κτυπήσουμε πρώτα το τανκ, απάντησε ο Αποστόλου. Βάλτε βλήμα γρήγορα και θα το φάω, είπε με τόλμη.

Οι δυο στρατιώτες του δεύτερου στοιχείου ΠΑΟ κινήθηκαν αμέσως προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, μέσα σε καταιγισμό πυρών. Οι γύρω στρατιώτες προσπαθούσαν με τα μαρτίνια να τους δώσουν πυρά κάλυψης, αλλά φαίνεται πως μόνο ο Θεός μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

Από τη μια λειτουργούσε το ένστικτο της επιβίωσης και από την άλλη, όσο κι αν μετρούσε ο φόβος, ένιωθαν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν απ’ εκείνο τον κυκεώνα των σφαιρών και των εκρήξεων αν δεν έκαναν κάτι για να τον ημερέψουν.

Σαν να υπήρχε εκεί ένα αόρατο χέρι και τους προστάτευε από τις σφαίρες που έπεφταν βροχή στο αυτοκίνητο, οι δυο στρατιώτες του δεύτερου στοιχείου πήγαν πίσω από το λαντ ρόβερ, έβαλαν το βλήμα, έκλεισαν το κλείστρο.
-Έτοιμο, φώναξαν στον σκοπευτή.
Ο Αποστόλου, που είχε στο μεταξύ χαθεί στη θέση του σκοπευτή προσπαθώντας να σμικρύνει όσο γινόταν τον όγκο του σώματος και να προστατευτεί από τα πυρά, έκανε να επανέλθει στη θέση του, όταν αντιλήφθηκε να προσγειώνεται στο πάτωμα του λαντ ρόβερ άλλη μια τουρκική χειροβομβίδα.

Πάνω που ετοιμαζόταν να στοχεύσει και να ρίξει το δεύτερο βλήμα κατά του τανκ αυτή η χειροβομβίδα ήταν κάτι περισσότερο από καταστροφή. Αν εξουδετερώνονταν το μοναδικό λαντ ρόβερ που εκτελούσε πυρά με το ΠΑΟ τότε τα πράγματα γίνονταν πραγματικά τραγικά για τη φάλαγγα του 120 ΛΒΟ.

Το πρώτο τανκ θα προχωρούσε στον ασφαλτόδρομο και θα εκτελούσε πυρά με βλήματα εναντίον όλων των στοιχείων που ήταν εκτεθειμένα εκεί. Και μετά θα προχωρούσε για να εξουδετερώσει και τα υπόλοιπα τέσσερα που ήταν πέρα από τη στροφή του δρόμου.

Όμως… άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Η χειροβομβίδα ήταν και πάλι με την περόνη! Την πήρε από κάτω ο Αποστόλου και αφού έβγαλε την περόνη, με το αριστερό γερό του χέρι την έριξε και πάλι «στη φωλιά τους».
Μόλις ακούστηκε η έκρηξη αυτής της χειροβομβίδας, που προκάλεσε νέα σύγχυση και πανικό στο τουρκικό τμήμα που ήταν δίπλα του, ο Αποστόλου βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να στοχεύσει, με περισσότερη αυτοσυγκέντρωση, το άρμα μάχης που συνέχιζε να είναι ακίνητο, τώρα στα 150 μέτρα, μισοκαλυμμένο πίσω από πυκνές λεμονιές.

Έβλεπε τώρα τον στόχο πιο καθαρά και αγνοώντας ό,τι άλλο γίνονταν γύρω του επικεντρώθηκε στην σκόπευση του, σαν σε άσκηση. Έβαλε το τανκ στο κέντρο του κλεισοσκοπίου και τράβηξε τη σκανδάλη.

Το βλήμα έφυγε με δύναμη και όλοι του 2ου στοιχείου “κρατούσαν την αναπνοή τους” για το αποτέλεσμα. Γιατί απ΄ αυτό εξαρτάτο η επιβίωση τους.
Φαίνεται πως ο Θεός έβαλε και πάλι το χέρι του, γιατί το βλήμα καρφώθηκε στην «καρδιά» του τουρκικού τανκ. Διέτρησε τη θωράκιση χάλυβα 120μμ του άρματος και ακολούθησαν απανωτές εκρήξεις των βλημάτων που ήταν αποθηκευμένα στο εσωτερικό του.

Ήταν ένα πεδίο ολέθρου. Όλοι οι στρατιώτες, και από τις δυο πλευρές, έμειναν να κοιτάζουν με δέος το “τέρας” να παραδίδει το πνεύμα του μέσα σε κόλαση φωτιάς και εκρήξεων. Η περιοχή σείστηκε συθέμελα, τα πυρά σταμάτησαν, οι αντιμαχόμενοι έμειναν να κοιτάζουν με τρόμο το πύρινο θέαμα, με διαμετρικά αντίθετα συναισθήματα.

Οι τούρκοι στρατιώτες, μετά τον αξιωματικό τους, είδαν το πλήρωμα του άρματος μάχης, τους πέντε φίλους τους που λίγα λεπτά νωρίτερα ήταν εκεί αμέριμνοι ξαπλωμένοι στο χωράφι μαζί τους, να καίγονται μέσα στο τανκ.

Από την άλλη το τμήμα των ΠΑΟ άλλαξε προς στιγμή την εξίσωση των δυνάμεων. Όχι για να συνεχίσει τη μάχη, αλλά κέρδισε βασικά χρόνο για να κάνει την επόμενη του κίνηση.

Εμφανίζεται ο υπολοχαγός

Στον πόλεμο κάθε δευτερόλεπτο μετρά με αίμα, όλεθρο, ανθρώπινες ζωές. Σ’ εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα της έκρηξης του πρώτου λαντ ρόβερ με το ΠΑΟ, της δεύτερης με την πρώτη βολή του δεύτερου ΠΑΟ εναντίον του τανκ και της τρίτης και μεγαλύτερης με την ανατίναξη του τανκ, ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος βρήκε την ευκαιρία έρποντας προς τα πίσω, καλύπτοντας λίγη απόσταση κάθε φορά, κατάφερε να ξεφύγει πίσω από μια ελιά. Έτσι λίγα δευτερόλεπτα μετά την εξουδετέρωση του πρώτου τανκ ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος έκανε την κίνηση της σωτηρίας.
Αμέσως μετά έσπευσε προς το δεύτερο στοιχείο ΠΑΟ, όπως θυμάται ο Αποστόλου, και τους είπε:
-Παιδιά πρέπει να υποχωρήσουμε για να γλιτώσουμε τα τέσσερα στοιχεία. Είναι όλα προδομένα.

Οι Τούρκοι με την έκρηξη του άρματος έδειξαν να πανικοβλήθηκαν. Σταμάτησαν εντελώς τα πυρά.

Έτσι η φάλαγγα βρήκε την ευκαιρία που περίμενε. Μπόρεσε να απαγκιστρωθεί μέσα σε ηρεμία. Το πρώτο λαντ ρόβερ με το ΠΑΟ εξερράγη, το 2ο, 3ο και 4ο ήταν κατεστραμμένα από τις πολλές βολές που δέχθηκαν και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. Το 5ο ΠΑΟ έκανε επαναστροφή και κατευθύνθηκε προς τα πίσω, το ίδιο και τα υπόλοιπα.

Στο μεταξύ το τουρκικό τμήμα ξανάρχισε τα πυρά με περισσότερη ένταση, με πιο πολλή μανία. Ήθελαν φαίνεται να εκδικηθούν τους πέντε που κάηκαν μέσα στο τανκ.

Ωστόσο μετά τη στροφή του δρόμου τα πυρά δεν ήταν στοχευμένα γιατί δεν υπήρχε ορατότητα. Στο μεταξύ άρχισε να πέφτει και το σκοτάδι. Σφύριζαν εδώ κι εκεί αδέσποτες σφαίρες, χωρίς να προκαλέσουν οποιονδήποτε τραυματισμό.
Η υποχώρηση της φάλαγγας του 120 ΛΒΟ έγινε με τάξη. Οι στρατιώτες ανέβηκαν στα τέσσερα λαντ ρόβερ που απέμειναν και κατευθύνθηκαν προς το στρατόπεδο του 251 Τ.Π.

Όμως υπήρχε ένας σοβαρά τραυματισμένος, ο Απόστολος Αποστόλου, ο δεκανέας χάρις στην ανδρεία του οποίου αλλά και των άλλων του στοιχείου του και των υπόλοιπων που ήταν στην πρώτη γραμμή, κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν μέσα από τα δόντια του λύκου. Όμως υπεράνω όλων μετρούσε η θυσία των τριών παλικαριών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης, υπερασπιζόμενοι την πατρώα γη, την τιμή και την αξιοπρέπεια του καθενός από εμάς. Αλλά και η αποφασιστικότητα του ανθυπολοχαγού Ιωάννη Βάκη που συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι αγνοούμενος.

-Ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος καθώς υποχωρούσαμε ήρθε και μού έδεσε το τραύμα σφικτά με επιδέσμους και μού είπε χαρακτηριστικά ‘’Να προχωρήσουμε γρήγορα, χάνεις πολύ αίμα’’, θυμάται ο Απόστολος Αποστόλου και προσθέτει:
-Καθώς υποχωρούσαμε ακούσαμε άλλη μια μεγάλη αλυσιδωτή έκρηξη. Ήταν προφανώς το δεύτερο λαντ ρόβερ με το στοιχείο ΠΑΟ, το δικό μας, που ήταν εγκαταλειμμένο στην πρώτη γραμμή και προφανώς είχε πληγεί από το βλήμα του δεύτερου τουρκικού άρματος μάχης.

Σ’ εκείνη την τοποθεσία βρίσκονταν πέντε τουρκικά άρματα μάχης, τα πρώτα που αποβίβασαν οι Τούρκοι την πρώτη μέρα της εισβολής.

Απασχολημένοι οι Τούρκοι να κτυπούν τα τρία εγκαταλειμμένα λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ, η φάλαγγα υποχώρησε με την ησυχία της.

Θα τον σκοτώσω…

Έξω φρενών ήταν ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο του 251 Τ.Π. και όπως θυμάται ο Απ. Αποστόλου φώναζε:
-Πού είναι αυτός ο προδότης, θα τον σκοτώσω…

Ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Σανταμάς του 70 Τάγματος Μηχανικού, που ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας όταν επέστρεψε ο Κ. Αργυρόπουλος με το τμήμα του, θυμάται τα γεγονότα κάπως παραπλήσια. Είπε:
-Μόλις κατέβηκε ο Αργυρόπουλος από το λαντ ρόβερ με το αριστερό του χέρι υποβάσταζε τον Αποστόλου, καταματωμένοι και οι δυο, και στο δεξί χέρι του κρατούσε το καλάσνικοφ. Ήταν εκτός εαυτού, τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Ήρθε προς το μέρος μου σαν τρελός και ρώτησε:
“Πού είναι ο πούστης…” Κατευθύνθηκε προς το μέρος που ήταν ο υπολοχαγός μας, του Μηχανικού Παναγιώτης Παναγόπουλος. Έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να… «παίξει τον πούστη».
-Κύριε υπολοχαγέ εμείς είμαστε του Μηχανικού, πρόλαβε να του πει ο Κώστας Σανταμάς.
Συνεχίζοντας την αφήγηση του ο Κ. Σανταμάς είπε:
-O Μιχόπουλος μόλις άκουσε το κανονίδι εξαφανίστηκε από το στρατόπεδο. Φαίνεται πως ίσως κατάλαβε τι είχε συμβεί…
(Εδώ ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση για να σημειώσουμε πως ο Μιχόπουλος ήταν «πρωταγωνιστής» και κατά την προ του πραξικοπήματος περίοδο. Συγκεκριμένα ο Πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανταποκρινόμενος σε παράκληση του Υπουργού Εξωτερικών της χούντας Σπύρου Τετενέ να τού καταγγείλει επώνυμα συγκεκριμένες περιπτώσεις ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς που συνεργάζονταν με την εγκληματική ΕΟΚΑ Β, ή καταφέρονταν εναντίον της κυπριακής κυβέρνησης, έγραψε μεταξύ πολλών άλλων σε επιστολή του ημερομηνίας 3 Μαίου 1974: «…Ο αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Μιχόπουλος, Διοικητής του Τακτικού Συγκροτήματος Κυρηνείας, συχνάκις εκφέρει χυδαίας ύβρεις κατ’ εμού εις επήκοον πολλών…»). (Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, τόμος Β, Νίκου Κρανιδιώτη, σελ. 336).

Αμέσως μετά ο Κ. Αργυρόπουλος έστρεψε την προσοχή του στον τραυματισμένο στρατιώτη του.
-Έχω τραυματία, είπε στον Σανταμά και πρόσθεσε: Θέλω ένα γρήγορο ιδιωτικό αυτοκίνητο να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Χάνει πολύ αίμα.

Ο Αργυρόπουλος επίδεσε ξανά την πληγή και είπε στον Αποστόλου πώς να έχει το χέρι του για να αντιμετωπίσει όσο γίνεται την αιμορραγία.

Στο μεταξύ ο Κώστας Σανταμάς αποτάθηκε μεμιάς σ’ ένα οδηγό του Μηχανικού, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος του. Ήξερε πως ό,τι του ζητούσε θα έκανε τα πάντα για να τού το παρουσιάσει και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ.

– Ήταν από τους ανθρώπους της τολμηρής σχολής, είπε χαρακτηριστικά ο Σανταμάς. Αν δεν είχε αυτοκίνητο και του έλεγες “χρειάζομαι επειγόντως ένα γρήγορο όχημα, γιατί έχουμε μια πολύ επείγουσα αποστολή, έναν πολύ σοβαρά τραυματισμένο”, ήταν άξιος χωρίς κλειδιά να μπει κάτω από τη μηχανή να ενώσει τα σύρματα, να το ξεκινήσει και σε ζήτημα δευτερολέπτων να σού το παρουσιάσει, να σου ανοίξει και την πόρτα και να σου πει “όλα έτοιμα κύριε ανθυπολοχαγέ”.
Κάπως έτσι έγινε εκείνη τη μέρα, είπε ο Κώστας Σανταμάς.

Ο οδηγός ήταν ο Σπύρος Δράκος από τη Βατυλή (ο στρατιώτης που είχε τη συνομιλία που αναφέραμε νωρίτερα με τον Ανδρέα Πογιατζή, τον οδηγό του Κ. Αργυρόπουλου κατά την άφιξη του στο 251 Τ.Π.).

Ανάποδα τιμόνια

Ο Σπ. Δράκος βρήκε ένα “Βόξολ Κρέστα”, έβαλαν τον Απ. Αποστόλου στο πίσω κάθισμα, κάθισε συνοδηγός ο Σανταμάς και ξεκίνησαν.

Θα τον μετέφεραν στο «Στρατιωτικό Νοσοκομείο» του Πέλλα Πάϊς.
– Το χέρι του σχεδόν κρεμόταν. Δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε πίσω γιατί φοβόμασταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα το έχανε. Τόσο τραγική ήταν η κατάσταση του, είπε χαρακτηριστικά ο Κ. Σανταμάς.
Πήγαν στο Πέλλα Πάϊς, έψαξαν για νοσοκομείο, δεν βρήκαν τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε ψυχή στους δρόμους για να ρωτήσουν.
– Τι κάνουμε τώρα; διερωτήθηκε. Καθώς άκουσε τον τραυματία να αναπνέει βαθιά ο Κ. Σανταμάς είπε αποφασιστικά στον οδηγό:
– Τράβα για το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Μόνο εκεί μπορεί να σωθεί.

Ο Σπ. Δράκος χωρίς δεύτερη κουβέντα σε λίγο ήταν στον δρόμο προς τον Άγιο Επίκτητο, μετά Κλεπίνη και κατόπιν κατηφόριζε προς Κυθρέα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.
Και δεν τους έφταναν όλα τα κακά κι ανάποδα, ήρθε ένα ακόμη απρόσμενο κι επικίνδυνο να προστεθεί σ’ όλα τ’ άλλα. Κόλλησε το πετάλι της βενζίνης. Έμεινε πατημένο και κατέβαιναν το βουνό με τον δρόμο να παρουσιάζει συνεχώς στροφές.

– Ήταν απ’ εκείνες τις σκηνές που βλέπουμε σε κινηματογραφικές ταινίες, είπε ο Κ. Σανταμάς και πρόσθεσε:
– Μόνο που εδώ δεν υπήρχαν ούτε κασκαντέρ, ούτε κομπάρσοι. Εδώ υπήρχαν μόνο πρωταγωνιστές που σε κάθε στροφή κρατούσαν την ψυχή στο στόμα και περίμεναν το μοιραίο. Ο οδηγός με μια απερίγραπτη ψυχραιμία πάλευε να κρατήσει το όχημα στον δρόμο με “ανάποδα τιμόνια” κι από πίσω ο τραυματίας να κτυπά μια από δω και μια από κει στις πλευρές του αυτοκινήτου σε κάθε στροφή.

Σε μια στιγμή που ίσιωσε κάπως ο δρόμος ο οδηγός έκανε αστραπιαία μια βύθιση με το κεφάλι προς το πετάλι και το ξεμάγκωσε.

– Πήρα μια βαθιά αναπνοή, πήγε η καρδία μου στη θέση της, είπε ο Κ. Σανταμάς και πρόσθεσε:
«Από στιγμή σε στιγμή νομίζαμε ότι θα πέφταμε στους γκρεμούς. Μόνο με ένα τόσο ικανό οδηγό θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε. Ήταν κάτι το απίστευτο, το εξωπραγματικό».
Συνεχίζοντας ο Κ. Σανταμάς είπε:
-Εκείνη τη στιγμή με τρόμο για το τι θα αντίκριζα γύρισα πίσω και είδα τον τραυματία. Νόμιζα ότι το χέρι του θα ήταν κάπου κομμένο στο πάτωμα. Με ανακούφιση το είδα στη θέση του. Ο τραυματίας βογκούσε από τους πόνους, και έσπευσα να τον παρηγορήσω: “Κάνε υπομονή, σε λίγο φτάνουμε”.

Τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, το παλιό, που ήταν τότε κοντά στη Βουλή. Έκανε τρεις μήνες εκεί. Πολλές φορές κινδύνευσε να του κόψουν το δεξί τραυματισμένο του χέρι «στα πλαίσια της θεραπείας». Το γλίτωσε χάριν σε ένα συγγενικό του πρόσωπο, γιατρό του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος πρόσφερε τις υπηρεσίες του εκεί στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.
Η οδύσσεια του τραυματισμού του κράτησε έξι χρόνια. Υποβλήθηκε σε 37 εγχειρήσεις σε πέντε χώρες ( Κύπρο, Ελλάδα, Ανατολική Γερμανία και Αυστρία) μέχρι να αποκατασταθεί το χέρι του σ ’ ένα ικανοποιητικό βαθμό.

Τέσσερις απόντες

Πάμε τώρα πίσω στο 251 Τ.Π. για την αναφορά μετά την πρώτη μάχη που είχε η φάλαγγα των 8 ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ, του υπολογαχού Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου.

Απόντες 4, ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Βάκης, οι τρεις στρατιώτες του πρώτου στοιχείου ΠΑΟ, ο οδηγός Ανδρέας Πογιατζής από τη Βατυλή, ο λοχίας Χριστάκης Νικολάου από τον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού και τέως κάτοικος Αμμοχώστου και ο έφεδρος Μιχαήλ Χ. Χαραλάμπους από το Αργάκι Μόρφου.

Οι τέσσερις πεσόντες ετάφησαν πρόχειρα σε δύο επιφανειακούς τάφους, προφανώς από τους Τούρκους εισβολείς.

Μπήκαν στον κατάλογο των αγνοουμένων όπου παρέμειναν για 45 και πλέον χρόνια. Στο τέλος του 2017 ελήφθη πληροφορία για τάφους αγνοουμένων στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας.

Η Δικοινοτική Επιτροπή για Ανεύρεση και Ταυτοποίηση Αγνοουμένων διενήργησε σχετική ανασκαφή, που άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 2018 και διήρκεσε δυο μήνες, μέχρι τις 6 Μαρτίου 2018.

Στα δυτικά του μέρους που έγινε η ανασκαφή εντοπίστηκαν δυο επιφανειακοί τάφοι ύψους 30 εκατοστών περίπου, μέσα σε κανάλι άρδευσης, με τα οστά πέντε τουλάχιστον ατόμων. (Προφανώς το κανάλι άρδευσης, όπως το ονόμασαν, να είναι το χαντάκι στο οποίο είχε καλυφθεί ο υπολοχαγός κατά τη μάχη).

Ακολούθως ταυτοποιήθηκαν τα οστά τριών αγνοουμένων, των πιο κάτω:
1. Ανδρέας Αντώνη Πογιατζής, από τη Βατυλή.
2. Χριστάκης Δημητρίου Νικολάου, από την Αμμόχωστο.
3. Μιχαήλ Χ. Χαραλάμπους, από το Αργάκι.

Η διαδικασία ταυτοποίησης των οστών των δυο άλλων ατόμων που βρέθηκαν στους δυο τάφους συνεχίζεται ακόμη από το ειδικό εργαστήριο της Δικοινοτικής Επιτροπής.

Ενημέρωση της οικογένειας

Εκπρόσωποι της οικογένειας του πεσόντα Ανδρέα Πογιατζή μετέβησαν στις 29 Νοεμβρίου 2020 στο Ανθρωπολογικό Εργαστήριο της Δικοινοτικής Επιτροπής στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας.

Εκεί ενημερώθηκαν ότι η ανασκαφή έγινε γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι στη συγκεκριμένη περιοχή φαίνονταν ανθρώπινα οστά πάνω από τη γη. Ακολούθως τους ενημέρωσαν για τη διαδικασία της εκταφής και τους παρουσίασαν σχετικές φωτογραφίες από τις διεξαχθείσες εργασίες.

Οι σκελετοί των δυο άλλων στρατιωτών βρέθηκαν σχεδόν ολόκληροι, ενώ του Ανδρέα Πογιατζή βρέθηκε μόνο η πατούσα του δεξιού ποδιού, άγνωστο αν τούτο οφειλόταν στην έκρηξη κατά την ώρα της μάχης, ή αν τα οστά παρασύρθηκαν από το κανάλι άρδευσης που περνούσε από τον επιφανειακό τάφο.

Το σίγουρο είναι πως οι δυο τάφοι εντοπίστηκαν στο μέρος όπου έγινε η μάχη της φάλαγγας των 8 ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ με τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής.

Με τον καημό

Οι γονείς του έφυγαν με τον καημό του αγνοούμενου πολυαγαπημένου μεγάλου τους γιου. Πρώτος ο πατέρας Αντώνης Πογιατζής στις 30 Μαϊου 2005 και μετά από τρία χρόνια η μητέρα Χρυστάλλα Πογιατζή στις 13 Ιουλίου 2008.

«Ο πατέρας μας» είπε με φανερή συγκίνηση η κόρη του Μαρία Δανιήλ «την ώρα που θα αναχωρούσε και είμαστε όλα τα παιδιά του εκεί, θυμάμαι να σιγοψιθυρίζει “μα εγώ έχω έξι παιδιά, πού είναι ο έκτος;».
Με το όνομα του πολυαγαπημένου της γιου στο στόμα, είπε τις τελευταίες της λέξεις προτού αναχωρήσει και η μητέρα.

Αναζήτηση με κίνδυνο της ζωής του

Από τις πρώτες μέρες που έχασαν επαφή με τον Ανδρέα Πογιατζή, όλη η οικογένεια ζούσε ένα ατέλειωτο δράμα.
Το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στον γαμπρό του Ηλία Δανιήλ, σύζυγο της αδελφής του Μαρίας, ο οποίος σταμάτησε τη δουλειά μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, από τις 22 Ιουλίου μέχρι τις 14 Αυγούστου και τέθηκε σε αναζήτηση του.
Έφευγε από το πρωί και όργωνε όλες τις παραμεθόριες περιοχές, κοντά στα πεδία των συγκρούσεων, αναζητώντας πληροφορίες για τον αγνοούμενο νέο της οικογένειας. Μετέβη στην Ομορφίτα, στον Τράχωνα, στον Κοντεμένο, στον Λάρνακα Λαπήθου, παντού σε όλη την Κύπρο όπου υπήρχαν πληροφορίες ή υποψία πληροφορίας ότι γνώριζαν κάτι. Μίλησε με αξιωματικούς του, με συστρατιώτες του, με όποιο στρατιώτη και πολίτη συναντούσε στον δρόμο του. Σε ένα μήνα, θυμάται, είχε διανύσει με το αυτοκίνητο 20.000 ολόκληρα μίλια!
Δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αποκαλυπτικές και τις παραθέτουμε για να καταδείξουμε την αγωνία μέσα στην οποία ζούσαν καθημερινά οι συγγενείς των αγνοουμένων. Μάς είπε ο Ηλίας Δανιήλ:
«Λίγες μέρες μετά την εισβολή, γύρω στις 25 Ιουλίου, είχα πάρει μια πληροφορία ότι υπήρχε ένας στρατιώτης Πογιατζής που επάνδρωνε ένα φυλάκιο στα βουνά πάνω από τον Λάρνακα της Λαπήθου, στη γραμμή των μαχών. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρα το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα εκεί.
»Μπήκα στο χωριό Λάρνακας της Λαπήθου, δεν είχε ψυχή. Το είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοι. Συνέχισα προς τα υψώματα πάνω από το χωριό, όπου υπήρχαν φυλάκια και στρατιώτες, ρώτησα και έμαθα πως ο Πογιατζής ήταν στο πιο ψηλό φυλάκιο, στην κορυφή του βουνού. Άφησα το αυτοκίνητο κάτω και άρχισα να ανεβαίνω. Κατάκοπος πλησίασα το φυλάκιο και τους φώναξα αν ήταν εκεί κάποιος στρατιώτης με το όνομα Πογιατζής. “Ναι” μού είπαν και σε λίγο τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου. Είχε την ίδια σωματική διάπλαση με τον Αδρέα μας, κι οι ελπίδες μας αναπτερώθηκαν, η κούραση μου σχεδόν εξαφανίστηκε.
»’Οταν με πλησίασε, την άφατη χαρά διαδέχθηκε η πλήρης απογοήτευση. Ήταν ένας Ελλαδίτης στρατιώτης με το όνομα “Πογιατζέας”…

Στη δεύτερη περίπτωση ο Ηλίας Δανιήλ είχε μεταβεί στον Κοντεμένο. Στον Αστυνομικό σταθμό ήταν τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς της φάλαγγας του 281 Τ.Π. και του 286 Τ.Π. στις 20 Ιουλίου 1974. Πήγε εκεί γιατί είχε μάθει πως στις δυο φάλαγγες υπήρχαν και οχήματα με ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ.
Ύστερα από πολλές παραστάσεις του και επίμονες προσπάθειες τού επέτρεψαν να δει τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών.
«Τα είδα όλα με κάθε προσοχή και δεν βρήκα τίποτα που να ανήκε στον Ανδρέα μας» είπε.

Η αναζήτηση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Σε μια περίπτωση ήμουν και εγώ μάρτυρας όταν πήγαμε στο χωριό Κούκλια της Πάφου, αφού έλαβε μια πληροφορία πως ένας έφεδρος γνώριζε τι απέγινε ο Ανδρέας Πογιατζής.
Μεταβήκαμε εκεί γεμάτοι ελπίδες και τον βρήκαμε, ύστερα από αναζήτηση μιας ώρας, να εργάζεται στα χωράφια του. Τον πλησιάσαμε, τού μιλήσαμε, τού εξηγήσαμε, τον παρακαλέσαμε. Και η απάντηση του:
«Η πληροφορία σας είναι εντελώς λανθασμένη. Δεν υπηρετούσα στα ΠΑΟ. Δεν συνάντησα κανένα Ανδρέα Πογιατζή. Αν ήξερα, ειλικρινά θα σας έλεγα», μάς είπε.

Κανένας δεν μπορεί να αποτυπώσει την πλήρη εικόνα του ανείπωτου δράματος των συγγενών των αγνοουμένων. Τα δάκρυα, την αγωνία, το άγχος, τη λύπη, την απογοήτευση. Τις συγκεντρώσεις, τις διαμαρτυρίες, τα υπομνήματα, τα ψηφίσματα. Τις πορείες των μητέρων, των συζύγων, των συγγενών με μια φωτογραφία στο χέρι και ατέλειωτο βουβό κλάμα.

Ποίημα για τον Ανδρέα Πογιατζή:

OI AETOI

Κατ’ απ’ τον Πενταδάκτυλο, κοντά στο Πέντε Μίλι
πέταξε ένας αετός αυτό το μαύρο δείλι
περήφανος και λεύτερος χωρίς τη μια πατούσα
Ξένε πάρε το μήνυμα πως τόσα χρόνια ζούσα

Τοις κείνων ρήμασι εδώ δεν πήγα βήμα πίσω
κρίνα κι αγριολούλουδα δεν θέλησα ν’ αφήσω
ούτε τα κάστρα στις κορφές ούτε τ’ άγρια βράχια
μήτε να κάμουμε ψωμί πριν κόψουμε τα στάχυα

Ξένε πάρε το μήνυμα πως ζούσα τόσα χρόνια
Με ζέσταινε το χώμα μας ακόμη και τα χιόνια
τα κόκκαλα μας λίπασμα για να ‘χουμε σοδειά
και για να μην ξεχάσουμε τη γη μας στη σκλαβιά

Ο Ευαγόρας μ’ αγροικά κι ο Ονήσιλος με κρίνει
το κύμα και η θάλασσα ήσυχο δεν μ’ αφήνει
όλοι οι νεκροί μας αετοί πολύ ψηλά πετούν
Ξένε πάρε το μήνυμα πως τόσα χρόνια ζουν.

Κείμενο: Γιώργος Κωνσταντίνου Σταύρου

Διαμνημόνευση για τον Α. Πογιατζή

Παραθέτουμε πιο κάτω το πλήρες κείμενο της «Διαμνημόνευσης» για τον Ανδρέα Πογιατζή, του τότε Διοικητή του τμήματος ΠΑΟ 106 χιλ. του 120 ΛΒΟ και νυν υποστράτηγου εν αποστρατεία Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου.

Διαμνημόνευσις

Ο υπογεγραμμένος Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος υπηρετών εις το 120 ΛΒΟ του ΓΕΕΦ, ως Υπολοχαγός Πεζικού (ΑΜ 37445) και ως διοικητής τμήματος ΠΑΟ 106 χιλ. κατά τις εναντίον των Τούρκων επιχειρήσεις Ιουλίου/Αυγούστου 1974 εις Κύπρον.

Διαμνημονεύω
Τον – υπό τας διαταγάς μου – Στρατιώτην Ανδρέα Πογιατζή, οδηγόν οχήματος αντιαρματικού στοιχείου, διότι κατά τις ανωτέρω επιχειρήσεις και μέχρι την ώρα του θανάτου του εις το πεδίον της μάχης επεδείξατο έξοχα στρατιωτικά προτερήματα, γενναιότητα, επίγνωσιν του καθήκοντος, αντοχήν, καρτερίαν, πειθαρχικότητα και εξαίρετον διαγωγήν.

Ανακαλώ εις την μνήμη μου τις στρατιωτικές αυτές αρετές, τις κοσμούσες τον χαρακτήρα των όσων διά των πράξεων των και της θυσίας των καθίστανται εγγυητές της αμυντικής δυνατότητος και της ισχύος της Πατρίδος μας.

Ευελπιστώ, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία λαμβάνουσα το δεδομένον της προς την Πατρίδα προσφοράς του πεσόντος Στρατιώτου, αναγνωρίσει εις τούτον ποιάν – εκ μέρους της – οφειλή αναλογούσης ευγνωμοσύνης.
Με τον προσήκοντα σεβασμόν προς τους υπέρ της Πατρίδος μας πεσόντας.
Εν Ελλάδι, Μάϊος 2021
Ο τότε Διοικητής του τμήματος ΠΑΟ 106 χιλ.
Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος
Νυν Υποστράτηγος ε.α.

Κατηγορίες: ΠΕΣΟΝΤΕΣ