Kείμενα του Χριστόδουλου Λεωνίδα
Τη ζωή στη Βατυλή σε παλιές δύσκολες εποχές μάς θυμίζει με τη γραφίδα του ο Χριστόδουλος Λεωνίδα.
Σαν το καλύτερο μνημόσυνο για τον Βατυλιώτη που έφυγε την Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020 σε ηλικία 98 ετών θα δημοσιεύσουμε κάποια χαρακτηριστικά κείμενα του.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑ
Γεννήθηκα στις 24 Φεβρουαρίου 1922 στο χωριό Βατυλή της επαρχίας Αμμοχώστου. Ο πατέρας μου ήταν ο Λεωνίδας Χριστοδούλου Χ” Γιώρκα και γεννήθηκε την 17η Ιουλίου του 1889 στη Βατυλή.
Όταν γεννήθηκα είχα ακόμα μια αδελφή, την Ελένη που γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1920.
Ήμουν το δεύτερο παιδί στην οικογένεια και το πρώτο αγόρι, αλλά ήρθα στον κόσμο πρόωρα, ίσως να βιάστηκα λίγο γιατί ήμουν πολύ αδύνατος και μικροσκοπικός.
Η γιαγιά μου η Φανού, η μητέρα του πατέρα μου, έλεγε πως για να βγω έτσι ψιντρός, ήταν γιατί η μάνα μου έβλεπε την κούκλα της αδελφής μου και μ’ έκαμε ίσαμε με την κούκλα. Όταν με πήρανε στην εκκλησία για να ποσαραντώσω, η γυναίκα του Πάρπα, η Στυλιανή έκαμε τον σταυρό της και σταύρωσε την κοιλιά της, τόσο παράξενο φαινόμενο ήμουνα.
Με βάφτισαν και μου δώσανε το όνομα Χριστόδουλος που ήταν και όνομα και δύο μου παππούδων.
Ανάδοχος μου ήτο η δεσποινίς Μαρία Χ” Νικόλα Βασιλειάδη και μετ’ έπειτα κυρία Γιάννη Λειβαδά και μητέρα των Ρένου – Νικία – Βία.
Σιγά-σιγά όταν άρχισα και μεγάλωνα, ο πατέρας μου ήταν έμπορας και είχε το μεγαλύτερο εμπορικό κατάστημα της περιοχής. Εμπορευόταν τρόφιμα, δέρματα και πετρελαιοειδή.
Οι δουλειές του πήγαιναν καλά και είχε καμπριολέ και άλογο για να κινείται. Αργότερα έφερε δυο μικρά αυτοκίνητα Φορντ, συνεταιρικά μαζί με τον Αριστόδημο Δημαρά και το άλλο με τον Φώτο Κ. Χ” Μάρκου, ο πρώτος κουμπάρος και ο δεύτερος πρώτος εξάδελφος που ήταν και οι οδηγοί των αυτοκινήτων.
Η Βατυλή εκείνη την εποχή βρισκόταν στην ακμή της, ήταν πρωτεύουσα της περιοχής. Κωμοδικείο, κτηματολόγιο, αστυνομία, ιατρική μονάδα, μόνιμη έδρα εισπράξεως φόρων, δικηγόρος, συνεργατική πιστωτική εταιρεία, αλευρόμυλοι, εκκοκκιστήρια βαμβακιού, αλωνιστικές μηχανές ήταν ο πόλος έλξεως των γύρω χωριών. Οι Λυσιώτες από το πρωί μέχρι το βράδυ πηγαινοέρχοταν στην Βατυλή για να ψωνίσουν από το κατάστημα του πατέρα μου, ή για να πάνε με τ’ αυτοκίνητα στη Λευκωσία και την Αμμόχωστο.
Το 1925 η μητέρα μου έφερε στον κόσμο ακόμα ένα παιδί, ήταν κοριτσάκι και την βγάλανε Αγνή. Γεννήθηκε την πρώτη του Γενάρη.
Σε λίγες μέρες ο πατέρας έφερε ακόμα ένα αυτοκίνητο 18θέσιο. Ήτανε μεγάλο και το βάλανε μέσα στο γκαράζ του Βασιλάκη, δίπλα από το καφενείο. Οδηγός ήταν ο Αριστόδημος. Το αυτοκίνητο ήταν μέσα στο γκαράζ. Το επόμενο πρωϊ ο Αριστόδημος προσπαθούσε να το βγάλει από το γκαράζ και μαζεύτηκαν αρκετοί περίεργοι (γιατί όπως φαίνεται είμαστε πρώτοι στους περίεργους), για να δούνε το αυτοκίνητο που θα βγει από το γκαράζ. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήμουν και εγώ, που στεκόμουν μέσα στην πόρτα και με πρόσεχε ο παππούς μου ο Χ” Χριστοδουλής.
Οπωσδήποτε, ο οδηγός δοκίμασε να βγάλει το αυτοκίνητο και με σφήνωσε με το φτερό πάνω στο μέτωπο. Γέμισε το πρόσωπο μου αίματα, μ’ άρπαξε ο θείος Γιώργος Καλλικάς και έτρεξε στο ιατρείο του Χαράλαμπου Παπαχαραλάμπους που με περιποιήθηκε και μου έραψε την πληγή. Θυμάμαι τον θείο μου που φορούσε ένα κάτασπρο μεταξωτό πουκάμισο κι έγινε κατακόκκινο από το αίμα. Επίσης θυμάμαι που πονούσα πολύ που μ’ έραβε ο γιατρός και φώναζα ότι βρισιά ήξερα και βλαστημιά.
Επίσης θυμάμαι ακόμη πως το βράδυ που ανεβήκαμε πάνω με την αδελφή μου για να κοιμηθούμε έβγαλα τις γάζες που είχα στο κεφάλι μου και τις πέταξα. Ήμουν πολύ ζωηρός λέγουν γιατί λίγο αργότερα δέχθηκα μια κλωτσιά από μια γαϊδούρα που περνούσε από μπροστά από το σπίτι μας. Η κλωτσιά μου κόστισε δυο δόντια, να κοπεί το επάνω χείλος μου και να χρειαστεί ραφή από τον γιατρό και στην ηλικία των τεσσάρων χρονών να έχω δυο σημάδια, ένα στο μέτωπο και ένα στα χείλη. Για το σημάδι στα χείλη η μάνα μου έλεγε: είσαι άντρας, άμα μεγαλώσεις αφήνεις μουστάκι και σκεπάζει το σημάδι. Ανησυχούσα για το σημάδι που είχα στο μέτωπο καθώς και πίσω από το σημάδι, χαραγμένο κρανίο. Οπωσδήποτε όμως έμαθα να φυλάγομαι από τα αυτοκίνητα και τ’ αδέσποτα γαϊδούρια.
Είχα κλείσει τα τρία και τα τέσσερα χρόνια και η ίδια ζωηράδα και το παραχάϊδεμα των δικών μας με κάνανε ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό παιδί. Στον δρόμο έδερνα τα άλλα παιδιά και τις έτρωγα από τη μάνα μου. Με έδερναν τα άλλα παιδιά και πάλι η μάνα μου, μού τις έβρεχε. Σε λίγο καιρό έγινα διαφορετικός. Ήρθε ο καιρός να πάω σχολείο, μα ύστερα φεύγαμε με τ’ άλλα παιδιά και ιδιαίτερα με τον Θεόδωρο Χ” Σάββα που ήταν παιδικός μου φίλος, γείτονας και πρώτος εξάδελφος της μάνας μου. Θυμάμαι όταν φεύγαμε μάς ξαναπαίρνανε πίσω στο σχολείο. Μάς έπαιρνε ο παππούς μας Γιωρκής Χ” Σάββα, εμένα από το ένα αυτί και τον Θεόδωρο από το άλλο κι’ έτσι δεν ξαναφύγαμε πια από το σχολείο.
Σιγά-σιγά οι δουλειές του πατέρα μου δεν πήγαιναν και τόσο καλά -άρχισε η μεγάλη οικονομική κρίση, τα λεφτά χάθηκαν και οι εισπράξεις λιγόστεψαν.
Το 1927 τον Οκτώβρη γεννήθηκε ο αδελφός μου Γιώργος, μέσα σε μια περίοδο κρίσιμη που προμήνυε πείνα και δυστυχία. Ένα πρωί ο πατέρας μου έκλεισε τις πόρτες του μαγαζιού για να μην ξανανοίξει. Ήτανε το 1928, πούλησε το αυτοκίνητο και το΄δωσε στο χρέος, πούλησε και το χωράφι μα το χρέος ήταν πολύ. Το μαγαζί γεμάτο εμπόρευμα.
Ο πατέρας είχε να παίρνει πολλά λεφτά από μπακάληδες και τσαγκάρηδες των γύρω χωριών, μα κανέναν δεν πίεζε να πληρώσει άσχετα αν αυτός και η οικογένεια του πεινούσε.
Η μητέρα μας πήγαινε στους δικούς της και ξενοδούλευε στα τσαπίσματα των βαμβακιών, στο θέρος, στο μάζεμα του βαμβακιού και μας έφερνε και τρώγαμε κάτι. Τον Ιούλη του 1932 γεννήθηκε η τρίτη αδελφή μας η Ραλλού σε μια περίοδο πείνας και δυστυχίας.
Το 1932 ο παππούς μου ο Χριστόδουλος έδωσε στη μητέρα μου ένα κομμάτι χωράφι κάπου 17 κυβερνητικές σκάλες στις Κόκκινες. Βγάλαμε λάκκο και το κάναμε περιβόλι. Το νερό ήτανε πολύ βαθιά αλλά ήτανε γλυκό και ελαφρό.
Βάλαμε με το χρέος αλακάτι, αγοράσαμε γαϊδούρα, βάλαμε λίγες πατάτες, λίγη ρέντα και ξεκινήσαμε. Είχαμε καλή σοδειά πατάτας. Η τιμή όμως ήτανε πολύ χαμηλή. Να σημειωθεί ότι ήταν το 1932, ένας χρόνος πολύ δύσκολος για μας. Ήταν η μεγαλύτερη ανομβρία, δεν έβρεξε και έτσι η σπορά δεν έγινε καθόλου και εκεί που έγινε λίγο, δεν μπορούσε να θεριστεί με το δρεπάνι, ήταν πολύ μικρά τα σπερμένα και ο κόσμος τα έβγαζε «μαχιστά» με τη ρίζα. Δύσκολος χρόνος για όλους τους συγχωριανούς. Ο κόσμος δεν είχε να φάει ο ίδιος. Ούτε άχυρα για τα ζώα υπήρχανε. Έφερναν αλεύρι από το εξωτερικό για να κάμει ψωμί ο κόσμος να φάει. Έφερναν και για τα ζώα μπάλες με άχυρο. Το άχυρο έγινε μισό σελίνι την κοφίνα εκείνο τον χρόνο.
Η τιμή της πατάτας ήταν μισό μέχρι ένα γρόσι η οκά, αλλά δεν υπήρχαν αγοραστές. Ο πατέρας φόρτωνε αυτοκίνητο με πατάτες και τις έπαιρναν στα χωριά της Κερύνειας και τις ανταλλάζανε με λάδι, κάρβουνα και χαρούπια. Λιγοστές οι δουλειές. Όσοι είχαν να χτίσουν άνοιγαν τις δουλειές τα καλοκαίρια πού ήταν μεγάλες οι μέρες και οι εργάτες δούλευαν γέννημα-βούτημα του ήλιου. Αυτό τον χρόνο, το 1932 πέθαναν οι δυο παππούδες μου. Ο Χριστόδουλος Χ” Γιώρκα σε ηλικία 85 χρόνων και ο Χ” Χριστοδουλής Χ” Σάββα, 73 χρονών…
• Τα επόμενα κείμενα του Χριστόδουλου Λεωνίδα θα δημοσιευθούν στη Στήλη «Πολιτιστικά».
Κατηγορίες: ΕΙΔΗΣΕΙΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ