Home » ΕΙΔΗΣΕΙΣ » Ο Μιχάλης Σκορδής και η ζωή στη Βατυλή τα δύσκολα χρόνια

Ο Μιχάλης Σκορδής και η ζωή στη Βατυλή τα δύσκολα χρόνια


Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από τον αποχαιρετισμό της Γιαννούλας Σκορδή-Νεοπτολέμου στην κηδεία του πατέρα της Μιχάλη Σκορδή στις 29 Αυγούστου 2021 στον ιερό ναό Αγίου Ελευθερίου στον συνοικισμό Λατσιών.

Γεννήθηκες στο αγαπημένο σου χωριό τη Βατυλή πριν 87 χρόνια και μεγάλωσες αγαπημένα με τα άλλα 7 αδέλφια σου με πολλές δυσκολίες. Ήσουν το 7ο παιδί του Γεώργιου Σκορτή και της Χρυσταλλούς, της Χατζιήνας.   Παιδί γεωργικής οικογένειας από τα μικρά σου χρόνια ζυμώθηκες με τη γη και το χώμα, έμαθες να δουλεύεις σκληρά και να παλεύεις για το ψωμί της πατρικής σου οικογένειας κι αργότερα της δικής σου.

Το σχολείο δεν ήταν τότε προτεραιότητα, γι’ αυτό, κι απ’ ότι ξέρω, δεν τέλειωσες το Δημοτικό. 

Ποιος θα βοηθούσε στα χωράφια; Ο παππούς ο Σκορτής είχε ζευγάρι με βόδια, άλλο ζευγάρι με άλογα, είχαν τα γαϊδούρια για το αλακάτι.  Καβάλα στα γαϊδούρια πηγαίνατε με το μικρότερο αδελφό σου Αντρέα στα Στρογγυλιώτικα για το βαμβάκι και για τα σησάμια, όταν ήταν καλοχρονιά και είχε πολλές βροχές.

Το χειμώνα στο όργωμα, στο διόλισμα. Για πότε ήταν το μάζεμα των ελιών, για πότε ερχόταν ο ποταμός κι εσείς με τις ποΐνες αντί να είστε σπίτι σας να τρέχετε να ποτίσετε τα χωράφια. Για πότε ερχόταν το θέρος και εσείς εκεί με τις μηχανές να δένετε δεμάτια. Για πότε όλο αλώνεμα στα αλώνια κι ανέμισμα με τα θερνάτζια.  Για πότε να κουβαληθεί το άχυρο σπίτι, στα ασιελωνάρκα,  για να ‘χουν φαΐ τα ζώα. Κι άλλοτε στα αμπέλια με τα ποδήλατα για τον τρύγο του μαύρου ή άσπρου σταφυλιού του αμπελίσιμου που ήταν το φρούτο του καλοκαιριού σας και που τόσο απολαμβάνατε. Με το ζουμί του σταφυλιού να φτιάξετε κιοφτέρκα, ππαλουζέ και σουτζιούκο.

Πού καιρός για παιχνίδι;  Όταν η μάνα ήθελε βοήθεια στο ζύμωμα στη σκάφη για να φτιάξει 20 με 22 ψωμιά κάθε βδομάδα για την οικογένεια και τους εργάτες που τους βοηθούσαν. Ποιος θα βοηθούσε ακόμα να κουβαλήσουν ξύλα με τα αμάξια για τη νιστιά και το νερό από τις φουντάνες, τις βρύσες του χωριού;

Ο αδερφός σου Αντώνης δεν άντεξε αυτή τη ζωή και μπάρκαρε για την Αυστραλία.

Κι ήρθε ο μαύρος Αύγουστος του  ΄54…στα αλώνια της Βατυλής ακουγόταν ο θρήνος από τον πρόωρο χαμό του αμέσως προηγούμενου αδερφού σου του Κώστα. Ένας θάνατος που σημάδεψε τη ζωή σου όλα τα επόμενα χρόνια κι ας μην το έδειχνες.

Οκτώ μήνες αργότερα ξεκίνησε ο αγώνας του ’55-΄59. Ζήσατε όλο τον αναβρασμό. Ζήσατε τα κέρφιου, τις έρευνες στα σπίτια,…  Στο μεγάλο κέρφιου είχατε ξεμυτίσει  ξυπόλυτοι με τον Αντρίκο τον αδερφό σου, γιατί ακούσατε πως έφεραν ψωμιά από την Ακανθού. “come in, come in” σας είπαν οι Άγγλοι, σας πήραν όπως είσασταν στο σχολείο, εκεί στο παλιό δικαστήριο, σας έβαλαν να βγάζετε λάκκο και σας φοβέριζαν «εδώ μπουμ μπουμ», εννοώντας πως θα σας σκότωναν και θα σας έριχναν μέσα.

Ακόμη και στο μικρό γλέντι για το γάμο σας, με την αγαπημένη σου Μυρούλα του Γιαννή του Σολωμού τον Οκτώβρη του 1958, άρχισαν να ακούγονται βόμβες των Άγγλων… και από φύγει-φύγει οι συγγενείς και φίλοι.

Το σπίτι σας στο χωριό το κτίσατε με τα δυο σας χέρια. Ζυμώνατε πηλό με τα πόδια και φτιάχνατε πλιθάρι με τον κουμπάρο σου στον Χαμπελλά, στο χωράφι με τις συκιές και τις ελιές του παππού Σκορτή. Τα κουβαλούσατε με τα αμάξια ως το σπίτι, έλιωναν τα χέρια λέει η μάμα από το κουβάλημα. Κι εκεί να κτίσουν τα πλιθάρια με το θείο Κρίνο, να μπουν οι τσάπες κι οι ψαθαρκές από καλάμια για ταβάνια, πηλός και κεραμίδια.

Τώρα έχεις τα δικά σου χωράφια, το θέρος με τις θεριστικές μηχανές, το κουβάλημα των σιτηρών στο σπίτι, το αρβάλισμα του σιταριού. Είναι και τα περβόλια με τα τριφύλλια, του πράσινου χρυσού όπως τον αποκαλούσατε. Πώς θα ποτιστούν; Με τα δυο σου χέρια χρειάστηκε δυο φορές να σκάψεις να βγάλεις  λάκκο ώσπου να βρεις νερό και η μάνα μας από πάνω τραβούσε το αλακατούι κι έβγαζε το χώμα και το τσιακκίλι.

Αποκτήσατε μαζί με τη μητέρα τα τρία σας παιδιά, τη Χρυστάλλα, τη Γιαννούλα και το Γιώργο. Κι αυτά μετά το σχολείο βοηθούσαν στα χωράφια, στα τριφύλλια, στο πότισμα, στο κόψιμο, στο δέσιμο, στο κουβάλημα. Κι όταν το εισόδημα δεν έβγαινε πήγες και δούλεψες στο Συσκευαστήριο Εσπεριδοειδών στην Αμμόχωστο.

Κι ήρθε το καλοκαίρι του ’74.  Ήταν καλοχρονιά, είχαμε γεμίσει την αποθήκη κριθάρι, θα ΄χαμε καλό εισόδημα. Μα ήρθε το πραξικόπημα, η μαύρη εισβολή… τα αφήσαμε όλα και φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε και λίγα ψωμιά αχνιστά από τον φούρνο μας που ζύμωσε η μητέρα. Χωρίς βιός, χωρίς σπίτι, 9 μήνες στο περβόλι του Κακκή στην Ξυλοτύμπου κι άλλα 2 ½ χρόνια σε μια πρόχειρη παράγκα με μπλοκ κι ένα αντίσκηνο στο ίδιο χωριό. Πώς θα ζήσεις την οικογένειά σου; Έγινες εργάτης στα χτίσματα, όπου σε έπαιρναν οι εργολάβοι σου, σε Λεμεσό, σε Λευκωσία…

Έτσι μας έδωσαν σπίτι τον Δεκέμβριο του ΄77 εδώ στον Συνοικισμό του Αγίου Ελευθερίου.  Κι έγινε το σπίτι αυτό η φωλιά της οικογένειας σου για 44 χρόνια.

Σαν εργάτης του Μιχάλη του Ακαθκιώτη τότε, και τα δικά σου χέρια βοήθησαν  να χτιστεί ο ιερός αυτός ναός του Αγίου Ελευθερίου από τον οποίο σε αποχαιρετούμε σήμερα.

Σ’ αυτόν το συνοικισμό αξιώθηκες να παντρέψεις και τα τρία σου παιδιά, αξιώθηκες να δεις τέκνα τέκνων. Τα παιδιά σου σου χάρισαν 16 εγγόνια και 10 δισέγγονα.

Όλους τους αγαπούσες κι όλοι σε αγαπούσαν. Και τα παιδιά σου, η Χρυστάλλα σου, η Γιαννούλα σου, ο Γιώργος σου, αλλά κι οι γαμπροί σου ο Παναγιώτης και ο Σάββας κι η νύφη σου Θεοπίστη στάθηκαν δίπλα σου, προπάντων το τελευταίο διάστημα νύχτα-μέρα. Μα και τα εγγόνια σου. Πόσο αγαπούσαν και σένα και τη γιαγιά τους!

Θα σε θυμούνται δουλευτή, αγέρωχο, λεβεντάνθρωπο, φροντισμένο, εκλεκτικό σ’ ότι αγόραζες, τους κουβαλούσες τα καλύτερα φρούτα, να μην λείπουν από το ψυγείο. Ήσουν κοινωνικός, έπιανες κουβέντα με όλους, έκανες γνωριμίες, όλοι ήξεραν τον Σιάηλο που ήταν σαν μουχτάρης.

Χαιρόσουν και χαιρόμασταν να μαζευόμαστε στο σπίτι σου το Πάσχα, τα Χριστούγεννα  και σε κάθε ευκαιρία. Χαιρόσουν τα τραγούδια αλλά και να ψάλλεις με το Γιώργο του Ψηλέα, τον ψάλτη μας, μα και με τον πατέρα Ελευθέριο το γαμπρό σου από τη Μυροφόρα μας.

Θα θυμούνται και τ’ αδερφοτέχνια σου, της αδερφής σου Στέλλας και του γαμπρού σου Αντρέα, τις Σήκωσες και τα τραπέζια στη Βατυλή με το θείο τους το Σιάηλο. Σε θυμούνται με πολλή αγάπη και τ’ αδελφοτέχνια σου από την Αυστραλία, τα παιδιά του αδερφού σου Αντώνη, που έκλαψαν για την απώλεια σου κι είναι εδώ παρόντες με τη σκέψη τους και μ’ ένα όμορφο στεφάνι.

Αγαπημένε μας πατέρα, σου άρεσαν πάντα τα ταξίδια, να γνωρίζεις νέους τόπους. Τώρα που ήρθε η ώρα να πάρεις το δρόμο για το αιώνιο σου ταξίδι, όλοι σου ευχόμαστε από καρδιάς να περάσεις όλα τα εμπόδια, να είναι καλοτάξιδο.

Ο πανάγαθος Κύριος να παραβλέψει κάθε ανθρώπινη αδυναμία και να σου ανοίξει την αγκάλη. Η στοργική μάνα μας η Παναγιά, που αγαλλόταν η ψυχή σου όταν άκουες την παράκλησή της, να πρεσβεύει στον Κύριο για αιώνια ανάπαυση και λύτρωση.

Η μοναξιά που πέρασες τις τελευταίες δεκαεφτά μέρες στο νοσοκομείο είθε ν’ αντικατασταθεί με την αιώνια συντροφιά των αγίων αγγέλων, πάντων των αγίων, του Αγίου Φανουρίου που έφυγες στην ημέρα του, του Τιμίου Προδρόμου που σήμερα τιμούμε, της γλυκύτατης Παναγιάς μας και ν’ αξιωθείς ν’ απολαμβάνεις την άρρητη δόξα του Τριαδικού Θεού μας.

Καλό Παράδεισο αγαπημένε μας πατέρα. Καλή αντάμωση. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάζει.

Κατηγορίες: ΕΙΔΗΣΕΙΣ, ΝΕΑ