Τα τελευταία 15 λεπτά καμπανοκρουσίας
14 Αυγούστου 2014
Έκανε ακριβώς ό,τι του είχαν ζητήσει. Χωρίς να αμφισβητήσει τις οδηγίες. Χωρίς να σκέφτεται. Άλλωστε αυτή ήταν η δουλειά του, η αποστολή του πάνω στη γη του Θεού. Οι παλάμες του αγκάλιασαν σφιχτά το σχοινί και το τράβηξαν με δύναμη προς το έδαφος. Τα γόνατά του λύγισαν για να μπορέσει να πάρει φόρα, έτοιμος για το άλμα που θα ακολουθούσε. Το πρώτο χτύπημα έσχισε βάναυσα την παχιά κάψα του μεσημεριού. Δύο και τέταρτο μετά μεσημβρία, έλεγαν τα ρολόγια. Μετά τον πρώτο χτύπο ο δεύτερος δεν ήταν μακριά.
Το μόνο ζήτημα που του τριβέλιζε το νου ήταν πώς θα γινόταν να σημάνει το συναγερμό.
Η καμπάνα αυτή ήταν ξακουσμένη για το χαρμόσυνό της ήχο. Την είχαν φέρει από τα πέρατα της οικουμένης, από την Οδησσό, και τέτοιο κελάρυσμα μπορούσες ν’ ακούσεις επάνω στο νησί, μόνο σαν πήγαινες στην Παναγιά του Κύκκου –Μεγάλ’ η Χάρη Της-. Τώρα, χτυπούσε μ’ ένα ρυθμό μανιασμένο, το σώμα του αιωρούνταν -μια στον αέρα και μια έκανε κάθετη βουτιά στο έδαφος- σηκώνοντας με τα παπούτσια του τη σκόνη από τον προαύλιο χώρο δίπλα από το ιερό… Χωρίς κανονικότητα, δίχως να αισθάνεται τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι σ’ όλο του σώμα, αυτός εκεί, να σφίγγει στις παλάμες του τα σχοινιά που καθοδηγούσαν τις καμπάνες, αυτές τις ίδιες που τις έκανε να τραγουδάνε σε κάθε βαφτίσι και γάμο και στη γιορτή του Άη Γιώρκη του Τροπαιοφόρου…
Δεν είχε σκέψη άλλη μέσα στο απλοϊκό μυαλό του, παρά μόνο πώς θα τις κάνει να βαρέσουν με απόγνωση, προειδοποιώντας για τον επικείμενο κίνδυνο, αγγέλλοντας το φευγιό, αποτρέποντας το μακελειό… Εκείνο, το λίγο, την ελάχιστη τραγική πληροφόρηση την είχε λάβει, πως δηλαδή οι καμπάνες θα ‘πρεπε να σημάνουν το συναγερμό… και καταλάβαινε τι πήγαινε να πει αυτό…
Ήταν ένας φρενήρης κι εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε τα μηνίγγια του να χτυπούν ωσάν να ήταν έτοιμα να εκραγούν, δεν ήταν οι καμπάνες του αυτές που σήμαιναν. Τέτοια χαρμολύπη σαν κι αυτήν που προκαλούσε τώρα, δεν είχε τα νοητικά εφόδια να την επεξεργαστεί.
Ίσως αν ήταν ήρωας ενός ιστορικού μυθιστορήματος να στεκόταν για μια στιγμή, ν’ αφομοίωνε την ανίερη σκέψη πως «ίσως να ‘ταν κι η τελευταία φορά που έκανε τη δουλειά του». Ποιος ξέρει, μπορεί ένας συλλογισμός τόσο συγκινητικός, τόσο σπαραξικάρδιος, να τον καθοδηγούσε να κάνει τις καμπάνες να ψέλνουν όπως μόνον εκείνος ήξερε…
* * *
Μπροστά από την εκκλησιά περνούσε ο παλιός δρόμος που έκοβε στη μέση τα χωριά του κάμπου της Μεσαορίας και ένωνε τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο. Ή την Αμμόχωστο με τη Λευκωσία.
Από νωρίς, αμίλητα μπουλούκια ανθρώπων, σκαρφαλωμένα σε αγροτικά καμιόνια και ιδιωτικά αυτοκίνητα περνούσαν το προσωπικό τους δράμα φορτωμένα με ελάχιστα υπάρχοντα εγκαταλείποντας τα πάντα άρον-άρον. Είχαν όλοι ακούσει πως είχε σπάσει η γραμμή της Μιας Μηλιάς, πως η εκεχειρία είχε καταρρεύσει, πως τα Τουρκικά στρατεύματα προέλαυναν… είχαν όλοι τα ραδιόφωνα συντονισμένα στον Μπαϋράκ, που μετέδιδε στα Ελληνικά τα νέα, ώστε να μαθαίνουν τις κινήσεις του εχθρού κατ’ ευθείαν από το στόμα του λύκου. Κανείς δεν τολμούσε να τους σταματήσει, να τους προσφέρει παρηγοριά, ανάπαυση, στέγη… τη Βατυλή την κατοικούσαν και Τούρκοι, η Σίντα παραδίπλα, κατοικούνταν αποκλειστικά από Τουρκοκύπριους…κανείς δεν γνώριζε την κατάληξη αυτής της τραγικής εξέλιξης που ξημέρωσε εκείνη η 2η Τετάρτη του Αυγούστου… 11η ημέρα της νέας Σελήνης… αφέγγαρη προβλεπότανε η νύχτα…
Μερικές εκατοντάδες δευτερόλεπτα προτού ο Παντελής κινήσει για την πιο αξιομνημόνευτη πράξη της νηνεμικής σχεδόν ζωής του, ένα άλλο περιστατικό έδινε το σύνθημα της εκκένωσης του χωριού.
Ανάμεσα στα ανθρώπινα καραβάνια, την ατελεύτητη κουστωδία φαντασμάτων, που παρήλαυναν με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος, με βλέμματα κενά από σκέψεις, με χείλη που έβριθαν γοερών γογγυσμών και θρήνων, άρχισαν να διακρίνονται γνώριμες φιγούρες από την Άσσια. Ωστόσο, στην καρδιά του χωριού όπου ο Παντελής ζούσε μαζί με τη μάνα και τον πατέρα του, δίπλα στην οικογένεια της αδερφής του και σε απόσταση αναπνοής από την εκκλησία του Άη Γιώρκη, οι Ασσιώτες που έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς με κατεύθυνση την Αμμόχωστο κρατούσαν ακόμα τα χείλη ερμητικά κλειστά. Μέσα στην παραζάλη της τραγωδίας τους κανείς δεν σκέφτηκε ν’ ανοίξει το στόμα σε προειδοποίηση. Μόνον η τύχη -αν παραφύλαγε κι αυτή κάπου κρυμμένη πίσω από κάποια θημωνιά για το φόβο των αδέσποτων βλημάτων- μόνον η τύχη ή η Θεία Πρόνοια με τη μορφή του πολιούχου αγίου, οδήγησε μια νεαρή Βατυλιώτισσα γυναίκα να σταματήσει μια γνωστή της οικογένεια για να λάβει την απόκριση: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Άσσια»…
Ώρα 2:15 μεσημβρινή. Τετάρτη, 14 Αυγούστου 1974. Ο Παντελής πήρε την εντολή από τα χείλια του ίδιου του διοικητή του τάγματος των εφέδρων που φρουρούσαν τη Βατυλή. Με απόλυτη επίγνωση της κρισιμότητας της αποστολής του για την επιβίωση και διάσωση των συγχωριανών του, άδραξε αποφασιστικά τα σχοινιά που κρέμονταν από το καμπαναριό της εκκλησιάς τ’ Άη Γιωρκού και σήμανε το συναγερμό για την εκκένωση.
14 Αυγούστου 1974, ώρα 2:30μμ: ο Παντελής επέτρεψε στις σφιγμένες του παλάμες να χαλαρώσουν τον κλοιό τους από τα σχοινιά της καμπάνας. Οι φλέβες στα χέρια και στα μπράτσα του πάλλονταν ακόμα από την έντονη και συνεχή προσπάθεια, όταν κάθιδρος πέρασε τα δάκτυλα του απαλά μέσα από τα σχοινιά, χαϊδεύοντας σχεδόν τα γνώριμα εργαλεία της τέχνης του…
Η σιγή έπνιξε ξανά το απομεσήμερο αφήνοντας μονάχα τον απόηχο του τελευταίου χτύπου να αντηχεί ακόμα στην ατμόσφαιρα. Τίποτα πια δεν άκουγε ο Παντελής. Ούτε τις κραυγές του όχλου που στοιβαζόταν με ολολυγμούς στα λεωφορεία που έκαναν καθημερινά τις γραμμές Βατυλή-Λευκωσία και Βατυλή-Αμμόχωστος… Μηχανικά, άφησε τα βήματά του να τον οδηγήσουν κι αυτόν μαζί με το υπόλοιπο πλήθος, για να σκαρφαλώσει στο τελευταίο λεωφορείο, αυτό του άντρα της αδερφής του της Ορθοδοξίας, παίρνοντας τη στράτα της προσφυγιάς. Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας, η Βατυλή είχε εκκενωθεί. Έριξε μιαν τελευταία ματιά στις καμπάνες που θα το στοίχειωναν στον ύπνο και στον ξύπνιο από ‘δω και πέρα -και για το υπόλοιπο της ζωής του- και ένιωσε ήσυχος πως υπηρέτησε τον Άγιο, το χωριό και τους ανθρώπους του, όπως ακριβώς του είχε ζητηθεί…
14 Αυγούστου 1974, ώρα 2:30μμ: η τελευταία φορά που σήμαναν οι καμπάνες του Άη Γιωρκού της Βατυλής, από τον Παντελή τον κωδωνοκρούστη. Τώρα, αναπαύεται εν ειρήνη με την ασυνειδησία των κεκοιμημένων δούλων ή με την ικανότητα των ψυχών να ταξιδεύουν εκεί που ζωντανοί αδυνατούν…
-Ες αύριον η κωδωνοκρουσία
Μαρία Α. Γεωργιάδου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 14 Αυγούστου 2014, στη Σελίδα της Βατυλής στο Facebook:
http://on.fb.me/1sBlp21
Κατηγορίες: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ