ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ΄ όλα του τα νιάτα…»
Της δασκάλας Γιαννούλας Μιχάλη Σκορδή
Το σπίτι μας που χτίστηκε κυριολεκτικά με τον κόπο και τον ιδρώτα των γονιών μας Μιχάλη Σκορδή (Σιάηλου) και της Μυρούλας του Γιαννή του Σολωμού. Ο πατέρας μας μ’ έναν κουμπάρο του έκοβαν τα πλιθάρια στον Χαμπελλά, στο χωράφι με τις συκιές και τις ελιές του παππού Σκορτή. Ζύμωναν πηλό (χώμα με άχυρο και νερό) με τα πόδια, το άφηναν μια μέρα να ψηθεί, την επόμενη μέρα τον έβαζαν σε καλούπια, τον άφηναν άλλη μια μέρα να στεγνώσει και μετά τα μετακινούσαν. Φόρτωναν τα πλιθάρια σε δυο αμάξια και τα έπαιρναν στον τόπο που θα χτιζόταν το σπίτι, δίπλα από του παππού Γιαννή. Βοηθούσε κι η μητέρα μας. Τα πλιθάρια ήταν βαριά, κι όπως μας διηγείτο η ίδια, έλιωναν τα χέρια τους από το κουβάλημα. Το σπίτι μας το έχτισε ο θείος μου ο Κρίνος, αδερφός του πατέρα μας. ΄Εκαναν θεμελιούς με πέτρες και πάνω έχτιζαν τα πλιθάρια.
Για ταβάνια έβαζαν τσάπες ωραίες, πιο πάνω έδεναν ψαθαρκές από καλάμια (που τις έφτιαχνε ο γείτονας μας ο Αντρέας (Λοφής) Όπως μου είπε η κόρη του Παναγιώτα, μόνο αυτός έφτιαχνε ψαθαρκές. Τον καλούσαν συχνά και στο γειτονικό μας χωριό την Άσσια για να τους εξυπηρετήσει.) Πάνω από τις ψαθαρκές έβαζαν πηλό και κεραμίδια. Απέξω είτε σουβάτιζαν είτε άσπριζαν με γύψο. Η μητέρα μας έλεγε ότι ανακάτευαν μέσα σε χαρτζί γύψο και νερό, τα χέρια τους έλιωναν.
Στο σπίτι μας αυτό έμεναν οι γονείς μας από τον γάμο τους τον Οκτώβρη του 1958 (ήταν γραμμένη η ημερομηνία σε μια τσάππα του ηλιακού). Εκεί απέκτησαν και τα τρία τους παιδιά: τη Χρυστάλλα, τη Γιαννούλα και τον Γιώργο.
Στο δωμάτιο δεξιά του ηλιακού περνούσαμε αρκετές ώρες, εκεί διαβάζαμε, εκεί έραβε η μητέρα μας τα ρούχα μας, έραβε σε συγγένισσες και γειτόνισσες.
Στην αυλή μας είχαμε φούρνο όπου κάθε Σάββατο η μητέρα φούρνιζε. Λαχταρούσαμε την ώρα που θα ΄βγαιναν αχνιστά τα ψωμιά για να τα απολαύσουμε πότε σκέτα, πότε με λουκάνικα ή παστά που έφτιαχναν από γουρούνι που μεγαλώναμε στην αυλή και το τάιζαν με νωρό των χαλλουμιών. Στον φούρνο η μητέρα μας έψηνε και χαλλουμωτές, ελιωτές , τιτσιριόπιττες. Κάθε Χριστούγεννα έψηνε κουλούρια και γλισταρκές και κάθε Πάσχα έψηνε κουλούρια και φλαούνες. Ερχόταν κι η γειτόνισσα μας η Αθηνά του Σολωμή κι έψηνε στον φούρνο μας.
Στην αυλή μας είχαμε ξεχωριστό μέρος για κότες, πετεινό, περιστέρια και κουνέλια. Είχαμε ακόμα άλλο μέρος με στιάδι όπου εκτρέφαμε κατσίκες από τις οποίες έπαιρνε η μάνα μας το γάλα, έσμιγαν με άλλες χωριανές και το ΄καναν με τη σειρά χαλλούμια, αναρή, τραχανά, γιαούρτι. Θυμάμαι να πηγαίνουμε με το λουξ να ξεγεννήσουν τις κατσίκες, να ταΐζουμε τα «ριφούδκια» με γάλα και να παίζουμε μαζί τους. Δίπλα ήταν το «ασιελωνάρι» για το άχυρο των ζώων. Εκεί έβαζε η μάνα μας τις κότες τις «γλωσσαρκές» πάνω σε άχυρο και τα αυγά τους για να τα ζεστάνουν και να τα κλωσσήσουν. Από πάνω τους τοποθετούσε μια κοφίνα.
Στο μαχαζένι είχαν οι γονείς ένα μεγάλο πιθάρι για το αλεύρι, τις λαμιντζάνες με το ελιόλαδο, τους κούζους τους «αλειφτούς» με τα χαλλούμια και τα παστά, την κοφινιά με τα ψωμιά, κοφίνες και καλάθια για το μάζεμα των ελιών και άλλων προϊόντων, το χαρτζί που έκανε τα χαλλούμια και τους τραχανάδες, κριθάρι ακόμα τα καλοκαίρια. Εκεί και το κουπποσάνιον με τις ξύλινες βούρνες που ζύμωνε. Εκεί φυλάγαμε και τα καρπούζια που τα αγοράζαμε με τις κοφίνες από τους «παττιχάρηες» που γύριζαν τα χωριά και τα ζύγιζαν με το καντάρι.
Στο μαϊρκό είχαμε το γκάζι που μαγείρευε η μητέρα, μια τσιμεντένια βούρνα για το πλύσιμο των «αντζιών» (πιάτων, κατσαρολικών) από μια τσίγγενη «φουντανούα» , την στρογγυλή μαρμάρινη βούρνα όπου έπλενε τα ρούχα και κάναμε μπάνιο με νερό ζεστό σε σίκλα και με μαστραππά, τον κορυποστάτη με τις κούζες για νερό πόσιμο, το τραπέζι με τις καρέκλες και μια αρμαρολλού με ττέλι γύρω στο πάνω μέρος για να φυλάει για λίγο κάποτε και φαγητό που περίσευε. Το μαϊρκό το άσπριζε με γύψο μέσα κι έξω η μητέρα μας κάθε Πάσχα.
Τι να πρωτοθυμηθούμε: Το κουβάλημα του νερού με σίκλες και παγούρια από τη φουντάνα δίπλα από την Τσικκινού; Το αρβάλισμα του σιταριού στο σπίτι που το κουβαλούσαν με σακκιά σε φορτηγά ο πατέρας με άλλους εργάτες; Τις Σήκωσες που ερχόταν η θεία Στέλλα, αδερφή του πατέρα, που έμενε με την οικογένειά της στο Βαρώσι, και στήνονταν τραπέζια και φαγοπότι με τραγούδια και τις πελλόμασκες που μας επισκέπτονταν; Τα παιχνίδια με τα γειτονόπουλα και τα ξαδέλφια στο σοκκάκι της Παναγιωτούς; Τα παραμύθια του παππού Θεοφάνη τις νύχτες που καθόμασταν στα ξωπόρτια μας κι έσμιγαν οι γειτόνοι;…
Τώρα, σπίτι μας, σε χαίρονται άλλοι. Κι ας σου άλλαξαν τη διαρρύθμιση, κι ας έκοψαν το ψηλό σου κυπαρίσσι, τη «λουλλουδκιά» (μαυρομμάτα) και τη βαβατσινιά μας , στην καρδιά μας και στον νου μας θα μένεις όπως σε ζήσαμε, όπως σε αφήσαμε.
Είθε ο Πανάγαθος Θεός να μας αξιώσει να πάμε πίσω στα σπίτια και τα χωριά μας, να λειτουργούμαστε ελεύθερα στις εκκλησιές μας, να ξαναναστηθεί το νησί μας.
-Στην πρώτη φωτογραφία η αδερφή μου Χρυστάλλα στα δεξιά κι εγώ αριστερά έξω από το σπίτι μας. Πρέπει να είναι το ’73 με την στολή του Γυμνασίου της Λύσης επ’ ευκαιρία κάποιας εθνικής επετείου. Πίσω μας το αυτοκίνητο του Χρίστου Πελεκάνου (πρώτου ξάδερφου της μητέρας μας). Στη βεράντα μας ακουμπημένος ειναι ο γιος της Τούλας της Ασπασίας (νομίζω ο Αντρέας), πίσω από την κολόνα στέκει ο αδερφός μου Γιώργος και πιο πίσω καθιστός ο ξάδερφος μου Σπύρος.
Φαίνονται δεξιά το σπίτι του παππού Θεοφάνη και της Λούλλας. Αριστερά το σπίτι του παππού μας Γιαννή και της γιαγιάς Τταλλούς, πιο πίσω το σπίτι της θείας μας Μαρούλας, το σπίτι της Σταματίας και το σπίτι της Παναγιωτούς του Ματσουκόλουκα.
– Στη δεύτερη φωτογραφία αυτή (κάπου στο 1973) όρθιοι είναι, από αριστερά, ο Χρίστος Πελεκάνος, ο πατέρας μας Μιχάλης (Σιάηλος) και η μητέρα μας Μυρούλα. Καθιστοί είναι, από αριστερά, ο ξάδελφος μου Σπύρος Τοφή και ο αδερφός μου Γιώργος. Πίσω τους είναι το μαχαζένι μας (το δίχωρο που χρησίμευε κυρίως ως αποθήκη και εργαστήρι) και το μαϊρκό μας (κουζίνα).
Κατηγορίες: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ